ῥαβδίζω

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδίζω Medium diacritics: ῥαβδίζω Low diacritics: ραβδίζω Capitals: ΡΑΒΔΙΖΩ
Transliteration A: rhabdízō Transliteration B: rhabdizō Transliteration C: ravdizo Beta Code: r(abdi/zw

English (LSJ)

   A beat with a rod or stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥ. δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr.CP1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr.CP 5.4.2; ῥ. [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.

German (Pape)

[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).

French (Bailly abrégé)

battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.

English (Strong)

from ῥάβδος; to strike with a stick, i.e. bastinado: beat (with rods).

Greek Monolingual

ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδίζω: бить палкой или розгой, сечь (τινά Arph.; τρὶς ῥαβδισθῆναι NT).

Chinese

原文音譯:?abd⋯zw 拉不笛索

詞類次數:動詞(2)

原文字根:杖(打)

字義溯源:用棍打,棍打;源自(ῥάβδος)=杖), (ῥάβδος)出自(ῥαπίζω)=摑,掌擊),而 (ῥαπίζω)出自(Ῥαιφάν / Ῥεμφάν / Ῥεφάν / Ῥομφά)X*=跌,敲擊)

出現次數:總共(2);徒(1);林後(1)

譯字彙編

1) 我被棍打過(1) 林後11:25;

2) 用棍打(1) 徒16:22