ἐπισωρεύω

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισωρεύω Medium diacritics: ἐπισωρεύω Low diacritics: επισωρεύω Capitals: ΕΠΙΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: episōreúō Transliteration B: episōreuō Transliteration C: episoreyo Beta Code: e)piswreu/w

English (LSJ)

   A heap upon, τινί τι Ath.3.123e ; heap up, accumulate, διδασκάλους 2 Ep.Ti.4.3 ; ἓν ἐξ ἑνός Arr. Epict.1.10.5; ἀμηχανίας Plu.2.830a:—Pass., Id.in Hes.34, Vett.Val. 344.12.

German (Pape)

[Seite 988] dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισωρεύω: ὡς καὶ νῦν, σωρεύω ἐπί τινος, τινί τι Ἀθήν. 123Ε, Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3: συσσωρεύω, Λατ. accumulare, Πλούτ. 2. 830Α.

French (Bailly abrégé)

ajouter à un tas, entasser encore, accumuler.
Étymologie: ἐπί, σωρεύω.

English (Strong)

from ἐπί and σωρεύω; to accumulate further, i.e. (figuratively) seek additionally: heap.

English (Thayer)

future ἐπισωρεύσω; to heap up, accumulate in piles: διδασκάλους, to choose for themselves and run after a great number of teachers, Plutarch, Athen., Artemidorus Daldianus, others.)

Greek Monolingual

(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπισωρεύω:
1) накапливать, нагромождать (τι Plut.);
2) наваливать (νεκρούς Plut.);
3) привлекать (τινάς NT).

Chinese

原文音譯:™piswreÚw 誒披-所留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-堆
字義溯源:積聚,堆起來,增添;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σωρεύω)=堆積)組成;而 (σωρεύω)出自(σορός)*=安葬用容器)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 增添(1) 提後4:3