сочетание
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Russian > Greek
σύνοδος, σύστασις, συνοικείωσις, σύμπηξις, σύμμιξις, κρᾶσις, συναθροισμός, ὁμοδρομία, σύνθεσις, σύνδεσις, συνέλευσις, σύνερξις, συναγωγή, σύναψις, παράζευξις, σύζευξις, σύστασις, σύστημα, συνθήκη, συναρμογή, κατάζευξις, συμπλοκή, σύμπλεξις, σύνταξις, σύναμμα