укреплять
Russian > Greek
ἀλδαίνω ;; κορύσσω ;; ἐπισχύω ;; σθενόω ;; στερεόω ;; διαστηρίζω ;; ἐξοικοδομέω ;; καταρρινέω ;; κλείω ;; κλῄω ;; στομόω ;; ῥιζόω ;; ἀσφαλίζω ;; ἐκβεβαιόομαι ;; τειχίζω ;; περιχαρακόω ;; φράσσω ;; φράττω ;; φράγνυμι ;; σωματοποιέω ;; καταστηρίζω ;; ὑποστηρίζω ;; στυλόομαι ;; ἄρδω ;; συνισχυρίζω ;; καθάπτω ;; ἐνδέω ;; προσεπιρρώννυμι ;; τονόω ;; προσεδαφίζω ;; κατασκευάζω ;; ὑπερείδω ;; καταλαμβάνω ;; διαλαμβάνω ;; μεγαλύνω ;; καταρριζόω ;; ὀχυρόω ;; ἐπιρρώννυμι ;; ἐνδυναμόω ;; κρατύνω ;; καρτύνω ;; ἰσχυροποιέω ;; στηρίζω ;; ἀποχυρόω ;; ἐποχυρόω ;; κατασφαλίζω ;; ὀχυροποιέομαι ;; βεβαιόω ;; δυναμόω ;; ἐπισφοδρύνω ;; στερροποιέομαι ;; πυκάζω ;; προσερείδω ;; προσλαμβάνω ;; ἐρείδω