полный
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Russian > Greek
ἄκρατος, ἄκρητος, σύνολος, λιπαρός, εὔσαρκος, ὀγκώδης, περίπλεος, ἐπίπλεος, παντελής, ἀνάπλεως, ἔμπλεος, ἔμπλειος, πλήρης, ἔκπλεος, ἔκπλεως, μεστός, ἐντελής, ἐντελικός, ἐπηετανός, ζαπληθής, πλέος, διχόμηνος, ἀμφιθαλής, περίογκος, εὐφυής, πολυσώματος, περιπληθής, παχύς, πάνοπλος, πολύτροφος, ὁλοσχερής, ὅλος, οὖλος, πλατύς