ὁλοκληρία

From LSJ
Revision as of 13:41, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοκληρία Medium diacritics: ὁλοκληρία Low diacritics: ολοκληρία Capitals: ΟΛΟΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: holoklēría Transliteration B: holoklēria Transliteration C: olokliria Beta Code: o(loklhri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A completeness or soundness in all parts, τοῦ σώματος, τῶν αἰσθητηρίων, Chrysipp.Stoic.3.33, Plu.2.1041f : abs., Act.Ap.3.16, Plu.2.1063f, Demetr.Eloc.3, SIG1142 (Phrygia, i/ii A. D.), POxy.123.6(iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 325] ἡ, die Ganzheit, Vollständigkeit, Unversehrtheit in allen Theilen, Sp., wie Plut. adv. Stoic. 11; LXX. u. N. T., das ganze Erbtheil.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοκληρία: ἡ, τὸ πλῆρες ἢ ἡ ἀκεραιότης εἰς ὅλα τὰ μέρη, τῶν αἰσθητηρίων, τοῦ σώματος Πλούτ. 2. 1041F, 1047E· ἀπολ., αὐτόθι 1063F, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état d’une chose entière, ensemble complet, intégrité ; état sain.
Étymologie: ὁλόκληρος.

English (Strong)

from ὁλόκληρος; integrity, i.e. physical wholeness: perfect soundness.

English (Thayer)

ὁλοκηριας, ἡ (ὁλόκληρος, which see), Latin integritas; used of an unimpaired condition of body, in which all its members are healthy and fit for use; Vulg. integra sanitas (A. V. perfect soundness): ὑγίεια, Plutarch, mor., p. 1063f.; with τοῦ σώματος added, ibid., p. 1047e.; cf. (Diogenes Laërtius 7,107; corporis integritas, equivalent to health, in Cicero, de fin. 5,14, 40; the Sept. for מְתֹם, Isaiah 1:6).

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁλοκληρία) ολόκληρος
νεοελλ.
φρ. «καθ' ολοκληρίαν» — εντελώς, εξ ολοκλήρου
μσν.-αρχ.
η ολότητα, το πλήρες, το σύνολον, η ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, η πληρότητα («μέρους τινός ὑποσπωμένου ἐκ τῆς κατὰ γένος ὁλοκληρίας», Ευστ.).

Greek Monotonic

ὁλοκληρία: ἡ, αρτιότητα ή ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὁλοκληρία: ἡ целость, неповрежденность, невредимость (τοῦ σώματος Plut.).

Middle Liddell

ὁλοκληρία, ἡ,
completeness or soundness in all its parts, NTest. [from ὁλόκληρος

Chinese

原文音譯:Ðloklhr⋯a 何羅-克累里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:完全的-份
字義溯源:完整,健康,痊愈,全然好了;源自(ὁλόκληρος)=完備的),由(ὅλος)*=整個)與(κλῆρος)*=鬮,骰子)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 痊愈(1) 徒3:16