κακογείτων
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A a bad neighbour, Call.Cer.118. 2 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα neighbour to his misery, S.Ph.692 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1299] ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχθροί Callim. Cer. 118.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκογείτων: -ον, γεν. ονος, κακὸς γείτων, Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, οὐδέ τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον αὐτοῦ ὅταν πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
voisin de malheur, qui est proche du malheur.
Étymologie: κακός, γείτων.
Greek Monolingual
κακογείτων, -ον (Α)
ο κακός γείτονας.
Greek Monotonic
κᾰκογείτων: -ον, γεν. -ονος, κακός γείτονας ή αυτός που βρίσκεται κοντά στην δυστυχία κάποιου, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακογείτων -ον, gen. -ονος [κακός, γείτων] buurman van zijn ongeluk.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκογείτων: ὁ товарищ (досл. сосед) в беде: οὐν ἔχων τινὰ ἔγχωρον κακογείτονα Soph. (больной Филоктет), лишенный в своем несчастье близкого человека.
Middle Liddell
κᾰκογείτων, ονος,
a bad neighbour or a neighbour to his misery, Soph.