μαδαρός

From LSJ
Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰδᾰρός Medium diacritics: μαδαρός Low diacritics: μαδαρός Capitals: ΜΑΔΑΡΟΣ
Transliteration A: madarós Transliteration B: madaros Transliteration C: madaros Beta Code: madaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (μαδάω)

   A wet, ἕλκεα μ. running sores, Hp.Hum. 14; watery, pulpy, Id.Epid.7.83, Arist.HA531b14.    2 bald, κεφαλή Luc.Epigr.37.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰδᾰρός: -ά, -όν, (μαδάω) ὑγρός, ἕλκεα μ., πυώδη ἕλκη, Ἱππ. 50. 36. 2) μὴ συνεχόμενος, χαλαρῶς συνημμένος, ὁ αὐτὸς 1230C. 3) μαλακός, πλαδαρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 9. 4) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρός, Ἀνθ. Π. 11. 434. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαδαρός· ἀραιόθριξ. ψεδνός».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 glabre, lisse ; particul. chauve;
2 sans cohésion ; flasque.
Étymologie: μαδάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαδαρός, -ά, -όν)
φαλακρός
νεοελλ.-μσν.
(για τόπο) άδενδρος, αποψιλωμένος, γυμνός
αρχ.
1. υγρός, υδατώδης, νερουλός
2. πλαδαρός, μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα- (βλ. μαδῶ) + επίθημα -ρος (πρβλ. πλαδάω: πλαδαρός, χαλάω: χαλαρός). Κατ' άλλους, ο τ. μαδαρός συνδέεται με λατ. madidus «νoτερός, υγρός»].

Greek Monotonic

μᾰδᾰρός: -ά, -όν (μαδάω), υγρός, πλαδαρός· φαλακρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰδᾰρός:
1) расплывающийся, растекающийся, дряблый (ἀκαλῆφαι Arst.);
2) гладкий, безволосый (κεφαλή Anth.).

Middle Liddell

μᾰδᾰρός, ή, όν μαδάω
wet, flaccid: bald, Anth.