τάμισος

From LSJ
Revision as of 20:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσος Medium diacritics: τάμισος Low diacritics: τάμισος Capitals: ΤΑΜΙΣΟΣ
Transliteration A: támisos Transliteration B: tamisos Transliteration C: tamisos Beta Code: ta/misos

English (LSJ)

ἡ,

   A rennet, Hp.Mul.2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.Th.577, al.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.

Greek (Liddell-Scott)

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ πυετία, ἡ πυτία, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
présure.
Étymologie: DELG ταμεῖν de τέμνω ; cf. σχίζειν τὸ γάλα « trancher le lait ».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- του τέμνω (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση του τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του τέμνω) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε ή κόπηκε, που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό του γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].

Greek Monotonic

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το πήξιμο του τυριού), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τάμῐσος: (ᾰ) ἡ (= атт. πυτία) молочная закваска, сычуг Theocr.

Middle Liddell

τά˘μῐσος, ἡ,
rennet, Theocr.

Frisk Etymology German

τάμισος: {támisos}
Grammar: f.
Meaning: Lab (Hp., Theok., Nik.)
Derivative: mit ταμισίνης τυρός mit Lab zubereiteter Käse (Diokl. Fr.; wie ὀξίνης u.a.), -ιον n. = coagulum (Gloss.).
Etymology : Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in μάδισος, κύτισος (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = λάχανον ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ γάλα die Milch gerinnen machen (Dsk.). Fick BB 28, 108.
Page 2,850-851