χυτρόπους
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A stand for a pot, Alciphr.3.5, Sch.Ar.Pax893 (gloss on λάσανα); also κυθρόπους PMag.Lond.46.269, Zos.Alch.p.222 B. 2 pot or cauldron, χυτρόποδες Hes.Op.748, LXX Le.11.35; χ. κέραμοι App.Anth.5.29.5 (Juba). 3 = τορύνη, Sch.Ar.Ra. 509:—Dim. χυτρο-πόδιον, τό, Hippon.25.
German (Pape)
[Seite 1385] ποδος, ὁ, eigtl. Topffuß, ein Topf, Kessel mit Füßen, Hes. O. 750; auch eine Art Kohlenpfanne, ein kleiner Heerd mit Füßen, einen Topf darauf zu setzen, wie λάσανον, πύραυνος Iob. ep. (App. 41).
Greek (Liddell-Scott)
χυτρόπους: ποδος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 509· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ. χυτρόποδες, χύτρα ἢ λέβης μετὰ ποδῶν ἢ τρίπους σιδηροῦς ἐφ’ οὗ ἐτίθετο ἡ χύτρα, πυροστιά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, πρβλ. Πλούτ. 2. 703D, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 35), Ἀλκίφρων 3. 5· πρβλ. λάσανα, Ἀνθ. Π. παράρτ. 41, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 893· ― ὑποκορ. χυτροπόδιον, τό, Ἱππῶναξ 18. ― Ἵδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397.
French (Bailly abrégé)
όποδος (ὁ) :
pot de terre ou marmite à pieds.
Étymologie: χύτρος, πούς.
Greek Monolingual
και κυθρόπους, -ποδος, ὁ, Α
1. χύτρα με πόδια, με στηρίγματα
2. τρίποδο σκεύος πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τη χύτρα, η πυροστιά
3. μεγάλη κουτάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. σφηνό-πους].
Greek Monotonic
χυτρόπους: -ποδος, ὁ, πληθ. χυτρόποδες, χύτρα με πόδια, σιδερένιος τρίποδας επάνω στον οποίο τοποθετούνταν η χύτρα, πυροστιά, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
χυτρόπους: ποδος ὁ
1) горшок или котел на ножках Hes., Plut.;
2) жаровня на ножках Anth.
Middle Liddell
χυτρό-πους,
a pot with feet, or a portable stove for putting a pot upon, Hes.