ἀλλοτριότης
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A derivativeness, opp. οἰκειότης, Plt.261a; estrangement, Arist.Pol.1311b15; τινὸς πρός τινα Pl.Ep.318d, cf. Decr. ap. D.18.165, Plb.38.12.3. 2 unattractiveness, of style, Phld. Po.994.6,37. II qualitative difference, Epicur.Nat.11.12.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, das Fremdsein, gew. Entfremdung, Abgeneigtheit, der οἰκειότης entgeggstzt, Plat. Conv. 197 c; neben δυσμένεια Pol. 2, 44; Plat. πρός τινα, Ep. III, 318 d; Dem. 18, 165; Pol. 30, 1.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 qualité de ce qui est étranger ou incompatible;
2 dispositions hostiles ; πρός τινα pour qqn;
3 séparation, aliénation LSJ.
Étymologie: ἀλλότριος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1hostilidad, antagonismo, animosidad οὗτος (Ἔρως) δὲ ἡμᾶς ἀλλοτριότητος μὲν κενοῖ Pl.Smp.197c
•c. πρός + ac. animosidad, animadversión πρὸς σέ Pl.Ep.318d, περὶ τῆς οἰκειότητος ... [καὶ] τῆς ἀλλοτριότητος Epicur.Fr.[28] 10, πρὸς Ῥωμαίους Plb.20.7.3, cf. 38.12.3
•del gato hacia el pájaro, D.S.20.58
•c. gen. συνέντα τὴν ἀλλοτριότητα τοῦ βασιλέως Hermipp.Hist.50, τῶν Ἀθηναίων ἀ. Plb.12.6b.4.
2 desvío, frialdad en las relaciones Arist.Pol.1311b15
•desacuerdo Plb.2.44.1.
3 sedición, situación de rebeldía συνεστηκυίας τῆς ἀλλοτριότητος τοῖς ... ἀσεβέσιν OGI 90.23 (Roseta II a.C.).
II heterogeneidad διὰ τὰς τῶν συνημμένων ἀλλοτριότητας Epicur.Fr.[26] 44.16
•en lit. crist. en la Trinidad según Eunomio, Gr.Nyss.Eun.1.228.
III delegación del poder del heraldo, op. al del rey, Pl.Plt.261a.
IV ret. desagrado Phld.Po.6.17, cf. 19.
Greek Monolingual
ἀλλοτριότης (-ητος), η (Α) ἀλλότριος
1. το να είναι κάτι αλλότριο, ξένο, η αποξένωση
2. εχθρότητα, απέχθεια, δυσμένεια
3. διάσταση, φιλονικία
4. (για ύφος) η έλλειψη γλαφυρότητας
5. Φιλοσ. η διαφορά κατά το ποιόν.
Greek Monotonic
ἀλλοτριότης: -ητος, ἡ, αποξένωση, αντίθ. προς το οἰκειότης, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριότης: ητος ἡ
1) отсутствие близких отношений, отчужденность Plat., Plut.;
2) недружелюбие, враждебность (πρός τινα Plat., Dem., Polyb.).
Middle Liddell
alienation, estrangement, opp. to οἰκειότης, Plat., etc.