ἁλιάετος

From LSJ
Revision as of 13:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιάετος Medium diacritics: ἁλιάετος Low diacritics: αλιάετος Capitals: ΑΛΙΑΕΤΟΣ
Transliteration A: haliáetos Transliteration B: haliaetos Transliteration C: aliaetos Beta Code: a(lia/etos

English (LSJ)

poet. ἁλι-αίετος, ὁ,

   A sea-eagle, prob. osprey, E.Fr.636, Ar. Av.891, Arist.HA619a4.

German (Pape)

[Seite 95] ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιάετος: ποιητ. -αίετος, ὁ, ὁ «θαλασσαετός», Λατ. falco haliaëtus, Εὐρ. Ἀποσπ. 637, Ἀριστοφ. Ὄρ. 891, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9, 32.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aigle de mer, balbuzard, oiseau.
Étymologie: ἅλς¹, ἀετός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): frec. poét. ἁλιαίετος

• Prosodia: [ᾰ-]
orn. águila pescadora, Pandion haliaetus (L.) o bien pigargo, Haliaeetus albicilla (L.), Ar.Au.891, E.Fr.636.3, Arist.HA 593b23, 619a4, 620a2, Mir.835a1, LXX Le.11.13, Opp.H.1.425, D.P.Au.2.2, 15, Ant.Lib.11.9, Nonn.D.42.537.

Greek Monolingual

ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος)
πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός
η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus].

Greek Monotonic

ἁλιάετος: ποιητ. ἀλιαίετος, , θαλασσαετός, αλιάετος, αετός ο βουτηχτής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιάετος: (ᾱε) ὁ «морской орел», предполож. скопа (Falco haliaetus) Eur., Arst.

Middle Liddell

the sea-eagle, osprey, Ar.