ἱππεία

From LSJ
Revision as of 16:32, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππεία Medium diacritics: ἱππεία Low diacritics: ιππεία Capitals: ΙΠΠΕΙΑ
Transliteration A: hippeía Transliteration B: hippeia Transliteration C: ippeia Beta Code: i(ppei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἱππεύω)

   A riding or driving of horses, horsemanship, racing, S.El.505 (lyr.): pl., E.HF374 (lyr.).    II cavalry, X.An.5.6.8,Ages.1.23.    III breed of horses, ἐνδόξου γενομένης ἐνθένδε ἱ. Str.5.1.9.

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ, das Reiten, Soph. El. 495, das Fahren od. Wettrennen; χθόνα Θετταλῶν ἱππείαις ἐδάμαζον Eur. Herc. Fur. 374, Xen. Cyr. 8. 8, 19; – die Reiterei, Xen. An. 5, 6, 8; – die Pferdezucht, Strab. V, 215.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππεία: ἡ, (ἱππεύω) τὸ ἱππεύειν ἢ ἐλαύνειν ἵππους, ἐπιτηδειότηςἐμπειρία εἰς ἀμφότερα, ἀγὼν ἱπποδρομικός, Σοφ. Ἠλ. 505· καὶ ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 374. ΙΙ. ἱππικόν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 8, καὶ (ἑπομένης τῆς λέξ. ἱππικὸν) Ἀγησ. 1, 23. ΙΙΙ. ἱπποφορβία, ἱπποτροφία, Στράβ. 215· πρβλ. πωλεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 équitation;
2 course à cheval, chevauchée ; course en char;
3 corps de cavalerie.
Étymologie: ἱππεύς.

Greek Monolingual

ἱππεία, ἡ (Α) [[[ιππεύω]])
1. η επιτηδειότητα ή η εμπειρία στην ιππασίαπολύπονος ἱππεία», Σοφ.)
2. ιππικό
3. ιπποτροφία, ιπποφορβία, το να τρέφει και να διατηρεί κανείς ίππους, κυρίως για ιππικούς αγώνες.

Greek Monotonic

ἱππεία: ἡ (ἱππεύω
1. οδήγηση ή ίππευση αλόγου, ιππική, ιππευτική ικανότητα, ιπποδρομικός αγώνας, σε Σοφ., Ευρ.
2. ιππικό, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἱππεία:
1) конные бега, конное состязание (τῆς ἱππείας ἐπιμέλεσθαι Xen.): Πέλοπος πολύπονος ἱ. Soph. роковое состязание Пелопа (в котором Пелоп обманом одержал верх, а затем сбросал подкупленного им возницу Миртила в море);
2) конница (βασιλέως Xen.);
3) конный набег (χθόνα τινὸς ἱππείαις δαμάζειν Eur.).

Middle Liddell

ἱππεία, ἡ, ἱππεύω
I. a riding or driving of horses, horsemanship, Soph., Eur.
II. cavalry, Xen.