πολυσαρκία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ,
A fleshiness, plumpness, X.Mem.2.1.22, Plu.2.641a, Gal. 1.607.
German (Pape)
[Seite 672] ἡ, Fleischigkeit, Wohlbeleibtheit, Xen. Mem. 2, 1, 22 u. Sp., wie Plut. quaest. nat. 6 Luc. gymn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσαρκία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ πολύσαρκος, τὸ ἔχειν πολλὰς σάρκας, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλούτ. 2. 641Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
extrême embonpoint, corpulence.
Étymologie: πολύσαρκος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύσαρκος
η ιδιότητα του πολύσαρκου, η παχυσαρκία.
Greek Monotonic
πολῠσαρκία: ἡ, παχυσαρκία, μεγάλο πάχος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυσαρκία: ἡ мясистость, тучность, полнота Xen., Luc., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσαρκία -ας, ἡ [πολύσαρκος] vlezigheid, zwaarlijvigheid.
Middle Liddell
πολῠσαρκία, ἡ,
fleshiness, plumpness, Xen. [from πολύσαρκος