ἀργήεις

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργήεις Medium diacritics: ἀργήεις Low diacritics: αργήεις Capitals: ΑΡΓΗΕΙΣ
Transliteration A: argḗeis Transliteration B: argēeis Transliteration C: argieis Beta Code: a)rgh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν: Dor. ἀργάεις, contr. ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—

   A white, shining, ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι) μαστῷ Id.P.4.8; οἰωνός . . ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag.115 (lyr.).    2 = ἀργεστής, ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. A.128, cf. 685.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀργάεις, συνῃρ. ἀργᾷς, γεν. ᾶντος, (ἴδε ἀργός): - λευκός, λάμπων, ταῦρον ἀργᾶντα, Πινδ. Ο. 13. 99˙ ἐν ἀργάεντι μαστῷ ὁ αὐτ. Π. 4. 14˙ καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ ἀναγνῶμεν ἀργᾷς ἀντὶ ἀργίας ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115˙ ἴδε ἐν λ. πύγαργος: - μετ’ οὐδ., ἀργῆντα χαλινὰ Ὀππ. Κ. 2. 140, ἐπὶ τοῦ Βορρᾶ, πρβλ. ἀργῆντες ἄελλαι Ὀρφ. Ἀργ. 685, ὡς τὸ ἀργεστής.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν ; gén. ήεντος;
p. contr. ἀργῇς, ῆσσα, ῆν ; gén. ῆντος;
c. ἀργής.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Alolema(s): dór. ἀργάεις Pi.O.13.69; contr. ἀργᾶς, -ᾶντος A.A.115

• Morfología: [nom. fem. plu. ἀργήεις Nic.Fr.74.26]
1 blanco brillante ταῦρον ἀργάεντα Pi.l.c., οἰωνός ... ἐξόπιν ἀργᾶς águila de cola blanca A.l.c., κάλυκες ... ἀργήεις πετάλοισι flores en forma de copa de pétalos blancos Nic.l.c., χώρη τις ... ἀργήεσσα χιὼν ὥς Heliod.SHell.472.3.
2 que aclara el cielo ἀργήεσσιν ἀέλλαις con vientos de tormenta que aclaran el cielo Orph.A.125.

Greek Monolingual

ἀργήεις, -εσσα, -εν και ἀργάεις και ἀργᾷς (-ᾱντος) (Α)
1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.)
2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή- του αργής, τ. επιτεταμένος με το επίθημα -Fεντ- (πρβλ. δενδρήεις, θυήεις, μεσήεις κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀργήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. ἀργάεις, συνηρ. ἀργᾷς (ἀργός), λευκός, λαμπερός, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀργάεις, стяж. ἀργᾷς Pind. = ἀργής.

Middle Liddell

ἀργός
shining, white, Pind., Aesch.