ἑδραίωμα
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
ατος, τό,
A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.
German (Pape)
[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
•asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
•ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.
English (Strong)
from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.
English (Thayer)
ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.
Greek Monotonic
ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).
Middle Liddell
ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.
Chinese
原文音譯:˜dra⋯wma 黑特來哦馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:安頓妥(果效)
字義溯源:支承,根基;源自(ἑδραῖος)=固定的);而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 根基(1) 提前3:15