συννοέω

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννοέω Medium diacritics: συννοέω Low diacritics: συννοέω Capitals: ΣΥΝΝΟΕΩ
Transliteration A: synnoéō Transliteration B: synnoeō Transliteration C: synnoeo Beta Code: sunnoe/w

English (LSJ)

   A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp.220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644.    2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5.    II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: folld. by a relat., σ. ὅτι . .understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς . . Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.).    2 know at the same time, Mich. in EN518.34.

Greek (Liddell-Scott)

συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : τι à qch.
Étymologie: σύν, νοέω.

Greek Monotonic

συννοέω: μέλ. -ήσω,
I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συννοέω:
1) размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;
2) понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννοέω [σύννοος] ook med. geconcentreerd nadenken (over), begrijpen:; σ. θέσφατα παλαίφατ ’ de oude orakels overdenken Soph. OC 453; ταῦτ ’ ἄρτι συννούμενος dit zojuist begrijpend Aristoph. Ran. 599; met ὅτι - of ὡς -bijzin:; συννοῆσαι... ὅτι δεῖ... ἀναιρεῖν beseffen dat het nodig was te doden Aristot. Pol. 1284a32; met ptc.: σ. τὸν καιρὸν οὐκ ὄντα θρήνων beseffend dat het geen tijd was voor geweeklaag Plut. Pomp. 74.4.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to meditate or reflect upon a thing, Soph., Plat.:—so in Mid., Eur.
II. to perceive by thinking, comprehend, understand, Plat., etc.:— so in Mid., Ar.