Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διέρπω

From LSJ
Revision as of 13:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέρπω Medium diacritics: διέρπω Low diacritics: διέρπω Capitals: ΔΙΕΡΠΩ
Transliteration A: diérpō Transliteration B: dierpō Transliteration C: dierpo Beta Code: die/rpw

English (LSJ)

   A creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, S.Ant. 265; διά τινος Plu.2.517a: metaph., τὸ διέρπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.p.254D.: abs., of disease, spread, Ph.2.349.

German (Pape)

[Seite 621] dasselbe; πῦρ, durch, das Feuer gehen, Soph. Ant. 265; διά τινος, Plut. de cur. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διέρπω: ἕρπωδιέρχομαι διὰ μέσου, πῦρ δ., ἐπὶ τῆς διὰ πυρὸς δοκιμασίας ἢ ἐξετάσεως, Σοφ. Ἀντ. 265· διά τινος Πλούτ. 2. 516F.

French (Bailly abrégé)

f. διέρψω;
ramper ou se traîner à travers : τι, διά τινος à travers qch.
Étymologie: διά, ἕρπω.

Spanish (DGE)

I tr. recorrer, pasar, andar por ἦμεν ἔτοιμοι ... πῦρ διέρπειν estábamos dispuestos a andar por el fuego S.Ant.265, δώδεκ' ἆθλα διέρπων de Heracles, Orph.H.12.12, σύριγξ αὐτὸ ... διέρπει μέσον un canalillo lo recorre por en medio (al colmillo del elefante), Philostr.VA 2.13
arrastrarse por καλάμης χύσιν ... διέρπει (una serpiente), Nic.Th.297.
II intr.
1 pasar, deslizarse χρόνος δίερπων E.Fr.441
fig. del πολυπράγμων entremeterse Plu.2.516f.
2 extenderse, avanzar de una enfermedad cutánea, Ph.2.349
fig. τὸ δίερπον τῶν μηχανημάτων Eun.Hist.62.1
c. ac. de direcc. ὁ νόμος ... εἰς πάντα διέρπει χρόνον Cyr.Al.M.68.784D, cf. 628D, ἐπὶ τὰ νοητά Cyr.Al.M.68.1037A.

Greek Monolingual

διέρπω και διερπύζω (AM) έρπω
περνώ ανάμεσα σαν να σέρνομαι.

Greek Monotonic

διέρπω: μέλ. -ερπύσω [ῠ], έρπομαι ή σέρνομαι, πῦρ δ., για τη δια πυρός δοκιμασία, εξέταση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διέρπω: проползать, проходить (πῦρ Soph.; διά τινος Plut.).

Middle Liddell

fut. -ερπύσω
to creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, Soph.