γυναικονόμος

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικονόμος Medium diacritics: γυναικονόμος Low diacritics: γυναικονόμος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: gynaikonómos Transliteration B: gynaikonomos Transliteration C: gynaikonomos Beta Code: gunaikono/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A supervisor of women, title of magistrate at Athens and elsewhere, Timocl.32.3, Men.272, Arist.Pol. 1299a22, Philoch.103, IG5(1).170 (Sparta, iii A.D.), 1390.26 (Andania, i B. C.), SIG1219.17 (Gambreion).

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικονόμος: ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο ὑπούργημα ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. παιδονόμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gynéconome, surveillant des mœurs et de la tenue des femmes, à Athènes.
Étymologie: γυνή, νέμω.

Spanish (DGE)

(γῠναικονόμος) -ου, ὁ ginecónomo magistrado encargado de la vigilancia de la conducta de las mujeres, de la supervisión de los asistentes a bodas, banquetes, etc., tb. de registrar a los jóvenes en el cuerpo de la ciudadanía, esp. en Atenas, Timocl.34.3, Men.Fr.238, Arist.Pol.1299a22, Philoch.65, Plu.Sol.21, Poll.8.112, Hsch.s.u. πλάτανος, en Siracusa, Phylarch.45, en otros lugares SB 9559.7, 11 (III a.C.), SIG 1219.17 (Gambreo III a.C.), Thasos 141.5 (II a.C.), IG 5(1).1390.26 (Andania I a.C.), IM 98.20 (II d.C.), IG 5(1).170.4 (Esparta II d.C.).

Greek Monolingual

γυναικονόμος, ο (Α)
άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)].

Greek Monotonic

γῠναικονόμος: ὁ (νέμω), στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, άρχοντας του οποίου η αρμοδιότητα ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικονόμος -ου, ὁ [γυνή, νέμω] vrouwenopzichter (ambtenaar o.a. in Athene die toezicht hield op goede manieren, kleding e.d. van vrouwen).

Russian (Dvoretsky)

γῠναικονόμος: ὁ гинеконом (должностное лицо, осуществлявшее надзор за женщинами и общественными нравами) Arst., Men.

Middle Liddell

γυνή, νέμω
one of a board of magistrates, appointed to maintain good manners among the women, Arist.