κατερέω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερέω Medium diacritics: κατερέω Low diacritics: κατερέω Capitals: ΚΑΤΕΡΕΩ
Transliteration A: kateréō Transliteration B: katereō Transliteration C: katereo Beta Code: katere/w

English (LSJ)

Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —

   A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a.    2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25.    II declare, πόθενPi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).

Greek (Liddell-Scott)

κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα·- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.

French (Bailly abrégé)

fut. ion. de κατερῶ.

English (Slater)

κατερέω
   1 I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)

Greek Monotonic

κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατερέω: ион. = κατερῶ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.

Middle Liddell

attic κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 κατεῖπον perf. κατείρηκα
I. to speak against, accuse, τινός Xen., Plat.
2. c. acc. to denounce, Hdt.
II. to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.