πτόρθος

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτόρθος Medium diacritics: πτόρθος Low diacritics: πτόρθος Capitals: ΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: ptórthos Transliteration B: ptorthos Transliteration C: ptorthos Beta Code: pto/rqos

English (LSJ)

ὁ,

   A young branch, shoot, sucker, sapling, Od.6.128; ὥς τις π. ηὐξόμην E.Hec.20; πτόρθοισι δάφνης Id.Ion103 (anap.); μαλάχης Ar.Pl.544; οἱ π. καὶ οἱ νέοι κλῶνες Pl.Prt. 334b, cf. Thphr.CP5.1.3; πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Eup.14.2: generally, branch, Arist.PA687a2, etc.; π. μέγας, of Heracles' club, APl.4.103 (Tull. Gem.).    II sprouting, budding, Hes.Op.421.

German (Pape)

[Seite 811] ὁ, Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρθον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρθοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρθους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune branche.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

sapling, Od. 6.128†.

Greek Monolingual

και πόρθος, ὁ, Α
1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.
β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)
2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.)
3. φρ. «πτόρθος μέγας» — το μεγάλο ρόπαλο του Ηρακλή, η μεγάλη κλάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λ. με τους τ. πόρτις, παρθένος ή με το γερμ. Bart «γενειάδα, μούσι»].

Greek Monotonic

πτόρθος: ὁ,
I. νεαρός βλαστός, βλαστάρι, ριζοβλάσταρο, φυντανάκι, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· πτόρθος μέγας, λέγεται για το ρόπαλο του Ηρακλή, σε Ανθ.
II. βλάστηση, μπουμπούκισμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πτόρθος:
1) отпрыск, побег Hom., Eur., Arph., Plat., Arst., Plut.;
2) произрастание Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτόρθος -ου, ὁ spruit, loot, tak:. ἐκ πυκινῆς δ ’ ὕλης πτόρθον κλάσε in het dichte woud brak hij een tak af Od. 6.128; ὕλη... πτόρθοιό... λήγει het hout vormt geen loten meer Hes. Op. 421; ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην ik groeide als een jonge spruit Eur. Hec. 20.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: sprout, shoot, young twig, branch (ζ 128).
Other forms: Also πόρθος πτόρθος H.
Compounds: Rarely a. late as 2. element, e.g. φιλό-πτορθος loving offshoots (Nonn.). The usual assumption, that πτόρθος would have in Hes. Op. 421 an older abstract meaning the sprouting (e.g. Porzig Satzinhalte 50), seems unnecessary.
Derivatives: πτορθ-εῖον n. id. (Nic.), -ιος m. surn. of Poseidon (as furtherer of vegetation, = φυτάλμιος (Chalkis Va).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Suppositions by H. Petersson KZ 47, 272 f. (to πόρτις etc.), by Cuny REIE 1, 102 ff. (to παρθένος), by J. Trier Venus (Münstersche Forschungen 15 [1963]) 187ff. (to NHG Bart, Dutch baard beard). Older attempt (by Brugmann) in Bq. -- There is the variant πόρθος; and Arm. ort' vine. Furnée 317 considers a common loan.

Middle Liddell

πτόρθος, ὁ,
I. a young branch, shoot, sucker, sapling, Od., Eur., etc.;— πτ. μέγας, of Hercules' club, Anth.
II. a sprouting, budding, Hes.

Frisk Etymology German

πτόρθος: {ptórthos}
Grammar: m.
Meaning: Sprößling, Trieb, junger Zweig, Ast (seit ζ 128)
Composita : Vereinzelt u. sp. als Hinterglied, z.B. φιλόπτορθος Sprößlinge liebend (Nonn.). Die geläufige Annahme, daß πτόρθος bei Hes. Op. 421 in einer älteren abstrakten Bed. das Sprießen stünde (z.B. Porzig Satzinhalte 50), scheint nicht notwendig.
Derivative: mit πτορθεῖον n. ib. (Nik.), -ιος m. Bein. des Poseidon (als Förderer der Vegetation, = φυτάλμιος (Chalkis Va).
Etymology : Unerklärt. Vermutungen von H. Petersson KZ 47, 272 f. (zu πόρτις usw.), von Cuny REIE 1, 102 ff. (zu παρθένος), von J. Trier Venus (Münstersche Forschungen 15 [1963]) 187ff. (zu nhd. Bart, ndl. baard Reisig, Haarwuchs). Älterer Versuch (von Brugmann) bei Bq.
Page 2,615