συστεγάζω

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστεγάζω Medium diacritics: συστεγάζω Low diacritics: συστεγάζω Capitals: ΣΥΣΤΕΓΑΖΩ
Transliteration A: systegázō Transliteration B: systegazō Transliteration C: systegazo Beta Code: sustega/zw

English (LSJ)

   A cover entirely, τινι with a thing, Pl.Ti.75c:—Pass., X.Cyr.6.2.17.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zusammen, ganz bedecken, σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλήν Plat. Tim. 75 c; im pass., Xen. Cyr. 6, 2, 17 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστεγάζω: στεγάζω, περικαλύπτω ἐντελῶς, τινι, μέ τι πρᾶγμα, Πλάτ. Τίμ. 75C. - Παθ., Ξεν. Κύρ. 2. 6, 17.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. συνεστεγασμένος;
couvrir ensemble ou complètement.
Étymologie: σύν, στεγάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στεγάζω
νεοελλ.
1. στεγάζω στο ίδιο οίκημα
2. μέσ. συστεγάζομαι
μένω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή με άλλους
αρχ.
περικαλύπτω κάτι εντελώς («σαρξὶ καὶ νεύροις κεφαλὴν οὐ ξυνεστέγασαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συστεγάζω: μέλ. -σω, σκεπάζω, καλύπτω εντελώς κάποιον ή κάτι, τινί, με κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συστεγάζω: кругом покрывать (κεφαλὴν σαρξί Plat.): συνεστεγασμένος θώραξι Xen. весь покрытый броней.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστεγάζω [σύν, στεγάζω] geheel bedekken; perf. pass. geheel bedekt zijn.

Middle Liddell

fut. σω
to cover entirely, τινί with a thing, Plat.:—Pass., Xen.