ἀοίκητος
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ον,
A uninhabited, ἀ. καὶ ἔρημος ἡ Λιβύη Hdt.2.34, cf. 5.10, Pl.Lg.778b; uninhabitable, Arist.Mete.362b9. II houseless, ποιεῖν τινα ἀοίκητον banish one from home, D.45.70, cf. Luc.Gall.17.
German (Pape)
[Seite 272] unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀνοίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοίκητος: -ον, ὁ μὴ κατοικούμενος ὑπ’ ἀνθρώπων, ἀκατοίκητος, ἢ ὃν δὲν δύναται νὰ κατοικήσῃ τις· ἀοίκητος καὶ ἐρῆμος ἡ Λιβύη Ἡρόδ. 2. 34, πρβλ. 4. 31 (διάφ. γραφ. ἀν-), 5.10· οὕτω παρὰ Πλάτ. Νόμ. 778Β· τὰ ἀοίκητα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 17. ΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκίας, ἀνέστιος, ποιεῖν τινα ἀοίκητον, ἐξορίζω τινὰ ἐκ τῆς πατρίδος του, Δημ. 1123. 3 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἐνταῦθα ἄοικος)· πρβλ. Λουκ. Ἐνύπν. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inhabité, inhabitable;
2 sans maison.
Étymologie: ἀ, οἰκέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 deshabitado, desierto ἀ. ... καὶ ἔρημος ἡ ... Λιβύη Hdt.2.34, τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα las regiones deshabitadas del Norte Hdt.5.10, πόλις Pl.Lg.778b, LXX De.13.17, OGI 669.40 (I d.C.), ἀ. ... ἦν ἡ Λακεδαίμων Lys.Fr.7.3, πέτρα Babr.12.20, χώρα Archim.Aren.1 (p.134.5), γῆ LXX Io.13.3, οἶκος LXX Ib.8.14, διώδευσαν ἔρημον ἀ. LXX Sap.11.2, οἰκία POsl.111.132, τὰ ἄκρα (τῶν Ἄλπεων) Plb.2.15.10, ἀκρωτήριον Philostr.VA 5.3, de los círculos polares, Ach.Tat.Intr.Arat.29.
2 inhabitable de ciu. con leyes atrasadas, Isoc.15.22, τὰ θ' ὑπὸ τὴν ἄρκτον ὑπὸ ψύχους ἀοίκητα las regiones próximas al polo son inhabitables a causa del frío Arist.Mete.362b9.
3 que no tiene medios económicos ἀοίκητον δὲ τὸν Ἀρχεδήμου παῖδα ... πεποίηκας has dejado en la calle al hijo de Arquedemo D.45.70.
Greek Monolingual
ἀοίκητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος
2. μη κατοικήσιμος
3. άστεγος, ξεσπιτωμένος
4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» — εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του.
Greek Monotonic
ἀοίκητος: -ον (οἰκέω)·
I. ακατοίκητος, αυτός που είτε δεν κατοικείται από ανθρώπους είτε είναι απρόσφορος ως τόπος κατοικίας, σε Ηρόδ.
II. άστεγος, ανέστιος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοίκητος:
1) необитаемый, безлюдный (Λιβύη Her.; χώρα Isocr.; πόλις Plat.; τόποι Arst.; ἐρημία Plut.);
2) бездомный (ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. ἑστώς Luc. - v. l. ἄοικος).
Middle Liddell
οἰκέω
I. uninhabited, Hdt.
II. houseless, Dem.