ἔκφορος

From LSJ
Revision as of 15:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφορος Medium diacritics: ἔκφορος Low diacritics: έκφορος Capitals: ΕΚΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ékphoros Transliteration B: ekphoros Transliteration C: ekforos Beta Code: e)/kforos

English (LSJ)

ον,

   A exportable, f.l. for ἐκφορά, Ar.Pl.1138.    2 to be made known or divulged, εἰ δ' ἔ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La.201a; cf. ἐκφορά 1.2.    3 carried astray, Plu.2.424a; ἵππος ἔ. a runaway horse, Gal.5.510.    4 ἔκφορα, τά, produce of the earth, Antipho Soph.60.    II Act., carrying out:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, more ready to carry them out to burial (v. ἐκφορά 1), but rather, more ready to weed them out, as a gardener does noxious plants (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).    2 blabbing, betraying secrets, Ar.Th.472.    3 = εὐέκφορος (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283.    4 expressive, κίνησις ἔ. τινος Chrysipp.Stoic.3.112.    III as Subst., ἔκφοροι, οἱ, reefing-ropes,= τέρθριοι, Sch.Ar.Eq.438, Phot. s.v. ἡνιόχους.

German (Pape)

[Seite 786] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, λόγος Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht ἐκφορά zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφορος: -ον, (φέρω) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, ἐξαγώγιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. λόγος Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, βίαιος, παράφορος, Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ ἵππος ἔκφ., ἵππος ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς μᾶλλον ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qu’on peut emporter ou exporter;
2 qui se laisse emporter par la passion, violent;
3 produit au dehors ; fig. publié ou qu’on peut divulgué;
II. qui emporte, qui détruit : ἔκφορος τῶν δυσσεβούντων ESCHL qui fait périr les impies.
Étymologie: ἐκφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desviado de su camino, descontrolado, sin freno ἵππος ἔ. caballo desbocado Gal.5.510, del discurso que se desvía de su objeto ὥσπερ ἵππος τις ἔ. ὁ λόγος Gal.3.662, ὁ λόγος ἐγκρατὴς ὢν τῆς συννενεμημένης ὕλης οὐδὲν ἔκφορον ἐάσει Plu.2.424a, de pers., su conducta o sus pasiones ἔ. κίνησις Chrysipp.Stoic.3.130, ἔκφοροί τε καὶ ἄμετροι κινήσεις Gal.5.509, cf. 394, γιγνόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους ἔ. Synes.Ep.130 (p.223).
2 que puede ser expresado o contado, divulgable εἰ δ' ἔ. σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγ' ... τί σιγᾷς; E.Hipp.295, οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La.201a, cf. Plu.Fr.89, de lo iniciático o mistérico (ἐπίταγμα) ὡς οὐκ ἔκφορον ἐκεῖνο ὄν Plot.6.9.11, μὴ ῥίπτειν εἰς βεβήλους ἀκοὰς τὰ μὴ ἔ. Gr.Naz.M.36.17B, Dion.Ar.DN 1.8.
II 1que propicia la feracidad, feraz c. gen. τῶν δ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις que propicies la feracidad de los piadosos propuesto a las Euménides por Atenea, A.Eu.910 (pero v. ap. crít.)
subst. τὰ ἔκφορα productos de la tierra Antipho Soph.B 60.
2 fértil, fecundo γυναῖκες Arist.Fr.283.
3 que divulga o revela λόγου Ar.Th.472 (var.).
III náut., subst. plu. οἱ ἔκφοροι cabos, rizos del extremo de la verga, Sch.Ar.Eq.440, Phot.ε 204.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκφορος, -ον)
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι
ναυτ. τα σχοινιά της κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο
μσν.
ο γνωστός σε όλους
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω, εξαγώγιμος
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει
3. ο παραφερόμενος από πάθος ή οργή, παράφορος
4. αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει
5. αυτός που κοινολογεί μυστικά, ο ακριτόμυθος
6. εκφραστικός
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκφορα
οι καρποί της γης
8. φρ. «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.

Greek Monotonic

ἔκφορος: -ον (ἐκφέρω),·
I. 1. αυτός που μπορεί να εξαχθεί, εξαγώγιμος, σε Αριστοφ.
2. αυτός που μπορεί να γίνει γνωστός ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο κηπουρός με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκφορος:
1) рождающий, плодовитый (γυναῖκες Arst.);
2) выносящий, убирающий: τῶν δυσσεβούντων ἔ. Aesch. изгоняющий нечестивых;
3) могущий быть вынесенным (из помещения) (ἄρτος καὶ κρέας Arph.);
4) подлежащий огласке: εἰ δ᾽ ἔ. σοι συμφορὰ πρός τινα Eur. если ты не таишь свое горе перед кем-л.; οὐδεὶς ἔ. λόγος Plat. между нами будь сказано;
5) переступающий пределы, уклоняющийся в сторону (ἔ. καὶ πλανώμενος Plut.).

Middle Liddell

ἔκφορος, ον ἐκφέρω
I. to be carried out, exportable, Ar.
2. to be made known or divulged, Eur.
II. act. prepared to weed out, as a gardener does noxious plants, Aesch.