ἀντιχορηγέω
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62. II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.
Spanish (DGE)
1 ser corego rival And.4.42
•c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.
Greek Monotonic
ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχορηγέω: соперничать в хорегии (τινι Dem., Plut.).
Middle Liddell
[from ἀντιχόρηγος
to be a rival choragus, τινί to another, Dem.