ὁσιότης

From LSJ
Revision as of 15:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσιότης Medium diacritics: ὁσιότης Low diacritics: οσιότης Capitals: ΟΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: hosiótēs Transliteration B: hosiotēs Transliteration C: osiotis Beta Code: o(sio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A disposition to observe divine law, piety, Pl.Prt.329c, Euthphr.14d sq., X.Cyr.6.1.47, SIG654B10 (Delph., ii B. C.), etc.; πρὸς θεῶν ὁ. piety towards them, Plu.Alc.34 ; πρὸς τοὺς θεούς Id.2.359f; also, like Lat. pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁ. D.S.7.4 ; πρὸς τὴν τεκοῦσαν Id.31.27.

German (Pape)

[Seite 395] ητος, ἡ, sowohl objectiv göttliches Recht, was den Göttern gebührt, Gottesdienst, Plut. de Is. et Os. 23, ἀνθρώποις κατόχοις ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς τούτους ὁσιότητος, vgl. Alcib. 34, – als auch subjectiv Heiligkeit der Gesinnung, Gottesfurcht, neben δικαιοσύνη, Plat. Prot. 329 c, der Euthyphr. 14 e sagt ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ἡ ὁσιότης ἂν εἴη; bei Xen. Cyr. 6, 1, 47 neben σωφροσύνη als Tugend des Kyros gerühmt; u. so Sp.; D. Sic. exc. de virt. p. 546 stehen gegenüber ἡ πρὸς γονεῖς ὁσιότης καὶ ἡ πρὸς θεοὺς εὐσέβεια; u. Plut. de aud. poet. 7 p. 99 sagt τὴν τῶν χρημάτων σωτηρίαν ἀπόδειξιν εἶναι τῆς τῶν Φαιάκων ὁσιότητος, wo er hinzusetzt οὐ γὰρ ἂν ἀκερδῶς φέροντας αὐτὸν εἰς ἀλλοτρίαν ἐκβάλλειν χώραν, ἀποσχομένους τῶν χρημάτων, also Rechtlichkeit, Gewissenhaftigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ὅσιος, διάθεσις πρὸς τήρησιν τοῦ θείου νόμου, εὐσέβεια, ἁγιότης, Πλάτ. Πρωτ. 329C, πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Εὐθύφρονα 14Ε κἑξ, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47· πρὸς θεῶν ὁσ., εὐσέβεια πρὸς θεούς, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τοὺς θεοὺς ὁ αὐτ. 2. 359F· ― ὡσαύτως πρὸς τὸ pietas, ἡ πρὸς γονεῖς ὁσ. Διοδ. Ἐκλογ. 546. 52, πρβλ. 587, 96. ΙΙ. ὡς τιμητικὴ προσηγορία, ἡ ἡμετέρα ὁσιότης. Ἐκκλ.· μετὰ γεν., Εὐάγρ. 2. 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 religion, culte des dieux;
2 piété, sainteté, vertu.
Étymologie: ὅσιος.

Spanish

santidad

English (Strong)

from ὅσιος; piety: holiness.

English (Thayer)

ὁσιότητος, ἡ (ὅσιος), piety toward God, fidelity in observing the obligations of piety, holiness: joined with διακιοσυνη (see ὅσιος (and δικαιοσύνη, 1b.)): Clement of Rome, 1 Corinthians 48,4 [ET]. (Xenophon, Plato, Isocrates, others; the Sept. for יֹשֶׁר, תֹּם, Schmidt, chapter 181.)

Greek Monotonic

ὁσιότης: -ητος, ἡ, ευσέβεια, αγιότητα, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁσιότης: ητος ἡ
1) благочестие, набожность (ἡ πρὸς τοὺς θεοὺς или πρὸς θεῶν ὁ. Plut.; δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁ. Plat.);
2) почтительность, уважение (ἡ πρὸς γονεῖς ὁ. Diod.);
3) честность, добросовестность (τῶν Φαιάκων Hom.).

Middle Liddell

ὁσιότης, ητος, ὁ, [from ὅσιος
piety, holiness, Plat., Xen.

Chinese

原文音譯:ÐsiÒthj 何西士哦帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:仁慈 相當於: (יׄשֶׁר‎) (תֹּם‎)
字義溯源:虔誠,聖潔,敬虔;源自(ὅσιος)*=神聖的,正直)。在舊約神的子民是用畏懼,或敬畏來事奉神,在新約的信徒是用聖(潔)和公義事奉主( 路1:75);而我們所穿上的新人,其中也有聖(潔)( 弗5:24)。參讀 (ἁγιασμός)同義字參讀 (ὅσιος)同源字
出現次數:總共(2);路(1);弗(1)
譯字彙編
1) 聖潔(2) 路1:75; 弗4:24

English (Woodhouse)

holiness, piety, righteousness, religious devotion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)