μαλακίζομαι

From LSJ
Revision as of 17:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "—[[to be " to "—to [[be ")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλακίζομαι Low diacritics: μαλακίζομαι Capitals: ΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malakízomai Transliteration B: malakizomai Transliteration C: malakizomai Beta Code: malaki/zomai

English (LSJ)

fut.

   A μαλακισθήσομαι D.C.38.18: aor. ἐμαλακίσθην Th.2.42, al., Pl.Sph.267a, D.24.175: less freq. in med. form ἐμαλακισάμην, X.Ap.33, Cyr.4.2.21:—to be softened or made effeminate, show weakness or cowardice, οὔτε πλούτου τις… ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου… ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται X. Cyr.2.3.3; μ. πρὸς τὸν θάνατον meet death like a weakling, Id.Ap. l.c.    2 to be softened, appeased, Th.6.29; πρὸς τὸ παρόν Id.3.40.    3 to be weakly, Arist.HA605a25, Thphr.Char.1.4, PSI4.420.16 (iii B. C.), SIG2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. ἀσθενεῖν, of women, but this is not so; cf. Alciphr. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίζομαι: μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, συχνάκις παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, οὔτε πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. μαλκίω. 2) γίνομαι μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = κίναιδος, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, κάμνω μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

(AM μαλακίζομαι) μαλακός
αυνανίζομαι
νεοελλ.
1. κάνω βλακώδεις ενέργειες
2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου
3. ενεργ. μαλακίζω
αυνανίζω κάποιον
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, -η, -ο
α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό
β) βλάκας, ηλίθιος
μσν.
1. ενεργ. κραδαίνω, σείω
2. χαϊδεύω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ήρεμος, πράος
μσν.-αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι νωθρός, εξασθενώ («τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι», Θουκ.)
2. ησυχάζω, καταπραΰνομαι, μαλακώνωοὕτως ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῦ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)
3. ασθενώ, αδιαθετώ («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ ἐλέφας], μαλακίζεται», Αριστοτ.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκίζομαι: μέλ. μαλακισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμαλακίσθην και σε Μέσ. ἐμαλακισάμην (μαλακός
1. γίνομαι μαλθακός, εκθηλύνομαι (φέρομαι σαν γυναίκα), επιδεικνύω αδυναμία ή δειλία, σε Θουκ., Ξεν.
2. μαλακώνω, κατευνάζομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκίζομαι:
1) становиться изнеженным, расслабленным, терять силы, слабеть (ἡ μετὰ τοῦ μαλακισθῆναι κάκωσις Thuc.);
2) заболевать (ὁ ἐλέφας, ἐὰν γῆν ἐσθίῃ, μαλακίζεται Arst.);
3) лишаться мужества, становиться малодушным, робеть (πρὸς τὸν θάνατον Xen.): μὴ μαλοικισθέντες πρὸς τὸ παρόν Thuc. не теряя присутствия духа перед создавшимся положением;
4) смягчаться, уступать: τὸ δ᾽ ἄλλο πᾶν ἀφῶμεν μαλακισθέντες Plat. все остальное (в этом вопросе) согласимся обойти молчанием.

Middle Liddell

μαλακός
1. to be softened or made effeminate, shew weakness or cowardice, Thuc., Xen.
2. to be softened or appeased, Thuc.