οἶκτος

From LSJ
Revision as of 10:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκτος Medium diacritics: οἶκτος Low diacritics: οίκτος Capitals: ΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: oîktos Transliteration B: oiktos Transliteration C: oiktos Beta Code: oi)=ktos

English (LSJ)

, (οἴζω)

   A pity, compassion, οἶ. δ' ἕλε λαὸν ἅπαντα Od.2.81, cf. 24.438 ; οἶ. τις ἴσχει ἀποκτεῖναι a feeling of pity prevents him from... Hdt.5.92.γ, cf. Th.3.40 ; οἴκτου πλέως S.Ph.1074 ; ἔχειν οἶκτον φρενί Id.Aj.525 ; ἐμοὶ γὰρ οἶ. δεινὸς εἰσέβη Id.Tr.298 ; ἐμοὶ μὲν οἶ. δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις Id.Ph.965 ; θνητοὺς… ἐν οἴκτῳ προθέμενος A. Pr.241 ; δι' οἴκτου ἔχειν τινά E.Hec.851 ; εἰσῆλθέ μ' οἶ. εἰ… Id.Med. 931 : c. gen. objecti, compassion for…, πόθος καὶ οἶ. τῆς πόλιος Hdt. 1.165, cf. E.Hec.519 : in A.Supp.486, οἰκτίσας ἰδών (Herm.) shd. be read for οἶκτος εἰσιδών.    2 lamentation, piteous wailing, Simon.4.3 ; οἶ. οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51 ; τόνδε κλύουσαν οἶ. Id.Ch.411(lyr.) ; οἶκτον [οἰκτρὸν] ἀΐων Id.Supp.59 (lyr.) ; κλύω τινὸς οἴκτου S.Tr.864 ; οὐκ οἴκτου μέτα Id.OC1636 : pl., παθόντος οἴκτοις by the wailings of the sufferer, A.Supp.386 (lyr.) ; ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζῃ E.Tr.155 (anap.) ; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴ. Pl.R.387d ; οἴκτων λήγετε E.Ph.1584, cf.And.1.48, Pl.Ap.37a,Lg.949b.

Greek (Liddell-Scott)

οἶκτος: ὁ, (οἴ) λύπη, συμπάθεια, αἴσθημα οἴκτου, οἶκτος δ’ ἕλε λαὸν ἅπαντα Ὀδ. Β. 81, πρβλ. Ω. 438· οἶκτός τις ἴσχει κατακτείνειν, αἴσθημα οἴκτου τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τοῦ νά..., Ἡρόδ. 5. 92, 3· οἴκτου πλέως Σοφ. Φιλ. 1074· οἶκτον ἔχειν φρενὶ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 525· ἐμοὶ γὰρ οἶκτος δεινὸς εἰσέβη ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 299· ἐμοὶ μὲν οἶκτος δεινὸς ἐμπέπτωκέ τις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 965· θνητοὺς ... ἐν οἴκτῳ προθέμενος Αἰσχύλ. Πρ. 239 δι’ οἴκτου ἔχειν τινὰ Εὐρ. Ἑκάβ. 851· εἰσῆλθέ μ’ οἶκτος εἰ ... ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 931· - μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, συμπάθεια πρὸς ..., πόθος καὶ οἶκτος τῆς πόλιος Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 519· - ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 486, τοῦ Linwood ἡ διόρθωσις, οἰκτίσας ἰδὼν τάδε, εἶναι σχεδὸν ἀναγκαία. 2) ἔκφρασις οἴκτου ἢ λύπης, θρῆνος, λυπηρὸς ὀδυρμός, Σιμωνίδ. 5· οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα Αἰσχύλ. Θήβ. 51· τόνδε κλύουσαν οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Χο. 411· οἰκτρὸν οἶκτον ἀΐων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 59· κλύω τινὸς οἴκτου Σοφ. Τρ. 864· οὐκ οἴκτου μέτα ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1636· - καὶ ἐν τῷ πληθ., παθόντος οἴκτοις, διὰ τῶν θρήνων καὶ ὀδυρμῶν τοῦ παθόντος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 386 (λυρ.)· ἄϊον οἴκτους οὓς οἰκτίζει Εὐρ. Τρῳ. 155· τοὺς ὀδυρμοὺς ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς οἴκτους Πλάτ. Πολ. 387D· οἴκτων λήγετε Εὐρ. Φοίν. 1584. πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 28, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Νόμ. 949Β. ΙΙ. ἀντικείμενον οἴκτου, Πλουτ. Μάρ. 1, πρβλ. Schäf. 5, σ. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lamentation;
2 pitié, compassion.
Étymologie: οἴ.

English (Autenrieth)

(οἴ, ‘alas!’): exclamation of pity, pity, compassion.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἶκτος)
αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι' οὶκτου χεῑρά θ' ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.)
νεοελλ.
περιφρόνηση, αποτροπιασμός
αρχ.
1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.)
2. αντικείμενο οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. «θρήνος, οδυρμός» της λ. οἶκτος οδηγεί στη σύνδεση της με το ρ. οἴζω «θρηνώ, οδύρομαι» (πρβλ. οιζύς, οίμοι). Η οικογένεια της λ. οἶκτος είναι συνώνυμη με εκείνην της λ. ἔλεος, αλλά περισσότερο εκφραστική].
οἰκτός, -ή, -όν (Α) οίγω
ανοιχτός.

Greek Monotonic

οἶκτος: ὁ (οἴ, αχ!)·
1. λύπηση, έλεος, συμπόνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., συμπάθεια προς, οἶκτος τῆς πόλιος, σε Ηρόδ.
2. έκφραση συμπάθειας, θρήνος, αξιολύπητος οδυρμός, σε Αισχύλ., Σοφ.· και σε πληθ., σε Πλάτ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

οἶκτος:
1) скорбный вопль, сетование, жалоба (οἰκτρὸν οἶκτον ἀΐων Aesch.; οἶκτοι καὶ ὀλοφυρμοί Plut.);
2) сочувствие, сострадание (οἶ. δ᾽ ἕλε λαὸν ἅπαντα Hom.): οἶ. τις ἴσχει κατακτείνειν Her. какое-то чувство жалости удержало (его) от убийства.

Middle Liddell

οἶκτος, ὁ, [οἴ oh!]
1. pity, compassion, Od., Dht., attic:—c. gen. objecti, compassion for, οἶκτος τῆς πόλιος Hdt.

English (Woodhouse)

compassion, lamentation, pity, appeal to pity, bowels of compassion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)