ἐπιψεύδομαι

From LSJ
Revision as of 16:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιψεύδομαι Medium diacritics: ἐπιψεύδομαι Low diacritics: επιψεύδομαι Capitals: ΕΠΙΨΕΥΔΟΜΑΙ
Transliteration A: epipseúdomai Transliteration B: epipseudomai Transliteration C: epipseydomai Beta Code: e)piyeu/domai

English (LSJ)

   A lie still more, X.Hier.2.16.    II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42.    III falsify a number, Plu.Flam.9 ; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398 ; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8.    IV deceive, τινα Herod.6.46.

German (Pape)

[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.

French (Bailly abrégé)

1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.

Greek Monolingual

ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψεύδομαι:
1) привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2) ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3) искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).

Middle Liddell


Dep.
I. to lie still more, Xen.
II. to attribute falsehood to, τί τινι Luc.
III. to falsify a number, Plut.