ὑπεξαίρω

From LSJ
Revision as of 18:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξαίρω Medium diacritics: ὑπεξαίρω Low diacritics: υπεξαίρω Capitals: ΥΠΕΞΑΙΡΩ
Transliteration A: hypexaírō Transliteration B: hypexairō Transliteration C: ypeksairo Beta Code: u(pecai/rw

English (LSJ)

   A subtract, Hero *Geom.10.4, al.    2 Pass., to be elated, Arist.VV1251b19 (nisi leg. ὑπεραίρεσθαι).

German (Pape)

[Seite 1187] (s. αἴρω), von unten od. allmälig heben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξαίρω: ὑπεξαείρω, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ταῦρος. - Παθ., ἐξυψοῦμαι, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 7, 5 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ὑπεραίρεσθαι).

Greek Monolingual

ὑπεξαιρῶ, -έω, ΝΑ ἐξαιρῶ
(στην αρχ. το μέσ. ὑπεξαιροῡμαι, -έομαι) αφαιρώ, οικειοποιούμαι ξένο πράγμα το οποίο μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη (α. «υπεξαίρεσε πολλά χρήματα από την υπηρεσία του» β. «ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ κρυφά («παλίρρυτον γὰρ αἷμ' ὑπεξαιροῡσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες», Σοφ.)
2. καταστρέφω κρυφά ή σταδιακά
3. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
4. (ρητ.) πραγματεύομαι κάτι ως εξαιρετικό και ιδιαίτερο
5. μετριάζω
6. μέσ. α) εξαιρώ, αποκλείω («κατηγορήσειν... ἕνα ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα», Πλούτ.)
β) διατηρώ, βάζω κατά μέρος, εξασφαλίζω («ὡς ἄρ' ὑμεῑς τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι», Δημοσθ.)
7. παθ. εξαφανίζομαι
8. φρ. «ὑπεξαιρῶ πρόφασιν» — κάνω εξαίρεση (Θεόπομπ.).
Α
1. ανυψώνω λίγο ή κρυφά
2. παθ. ὑπεξαίρομαι
ενθουσιάζομαι, συναρπάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαίρω «σηκώνω πάνω, ανυψώνω»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξαίρω: приподнимать, med.-pass. вздыматься Arst.