ἄεθλον
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τό, ἄεθλος, ὁ, Ep. and Ion. for ἆθλον, ἆθλος.
German (Pape)
[Seite 38] τό, ep. u. Ion. = ἆθλον, öfter bei Hom., z. B. Iliad. 22, 163 Od. 21, 106, überall in der Bdtg »Kampfpreis«, nie in der Bdtg »Wettkampf«, s. Lehrs Aristarch. 151. – Her. 8, 93 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἆθλον, ἆθλος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἆθλον.
English (Autenrieth)
(ἀϝεθ.): (1) prize, athlon prize.— (2) prize-contest.
English (Slater)
ἄεθλον (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. neut. guaranteed, (O. 1.3) (O. 9.108), (P. 10.24), (N. 9.9) )
a prize Τλαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) τοῦτο δὲ προσφέρων ἄεθλον (τὸν ὕμνον. Σ.) (O. 9.108) τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων (P. 1.99) τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (I. 1.18) ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (I. 3.9) μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών (I. 5.55)
b contest ?, v. von der Mühll, M. H., 1954, 52. εἰ δἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι (O. 1.3) ἀνὰ δαὐλὸν ἐπαὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος i. e. the Pythian Games at Sikyon (N. 9.9)
Greek Monotonic
ἄεθλον: τό, ἄεθλος, ὁ, Επικ. και Ιων. αντί ἆθλον, ἆθλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄεθλον: эп. = ἆθλον.