inviolable
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄσυλος (plat), ἀκίνητος (Plato). P. ἄψαυστος (Thuc. 4, 97), V. ἀσύλητος, ἄθικτος.
holy: P. and V. ἱερός, V. ἱρός; see holy.
firm, not to be shaken: P. and V. βέβαιος, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
ἀπόκροτος, ἀκηδής, ἄβατος, ἀνυπόδικος, ἀπαρεγχείρητος, ἄβαστον, ἄσυλος, ἀμίαντος, ἄτρωτος, ἀκίνητος, ἄθικτος, ἄψευστος, ἀπαραβίαστος, ἀπαράβατος, ἀσύλητος, ἔνσπονδος