Προμηθεύς

From LSJ
Revision as of 13:51, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Προμηθεύς Medium diacritics: Προμηθεύς Low diacritics: Προμηθεύς Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Transliteration A: Promētheús Transliteration B: Promētheus Transliteration C: Promitheys Beta Code: *promhqeu/s

English (LSJ)

έως, Ion. έος, ὁ, Dor. Προμᾱθεύς,    A Prometheus, opp. Ἐπιμηθεύς (Forethought and Afterthought), Hes. Th.510, cf. A.Pr.85, Pl.Prt.320d, PHib.1.27.85 (iii B.C.), etc.; Προμαθέος Αἰδὼς [θυγάτηρ] Pi.O.7.44; = Summanus, Gloss.: pl. Προμηθεῖς, οἱ, of workers in clay, Luc.Prom.Es2.    II as Appellat., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως A.Pr.86: as Adj., προμᾱθεὺς ἀρχά provident rule (prob. προμᾱθίς), Id.Supp.700 (lyr.).    III Pythag. name for unity, Theol.Ar.5: for nine, ib.57.

Greek (Liddell-Scott)

Προμηθεύς: έως, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, υἱὸς τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ καὶ τῆς Κλυμένης, Ἡσ. Θ. 510· ἀλλὰ τῆς Θέμιδος κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 209· οὗτος εὗρε πολλὰς τέχνας, μάλιστα τὰς περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων καὶ τοῦ πηλοῦ, ὅθεν λέγεται ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐκ πηλοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ἔντεχνον πῦρ, ὅπερ ἔκλεψεν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ (ἐκ τοῦ προμηθής, ὃ ἴδε), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν του ὃς ἐκαλεῖτο Ἐπιμηθεύς. ― Τὰ στοιχεῖα τοῦ μύθου τοῦ Προμηθέως ὑπάρχουσιν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 48, Θεογ. 510 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ.· ἡ δὲ ποινὴ ἣν ὁ Ζεὺς ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπον εὔνοιάν του περιγράφεται ἐν τῷ Προμηθεῖ Δεσμώτῃ τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙ. παρ’ Ἀττικ. πάντες οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι τὸν πηλὸν ἐκαλοῦντο Προμηθέες, Hemst. εἰς Λουκ. Προμ. 2. ΙΙΙ. ὡς προσηγορ., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86· Αἰδὼς Προμηθέος [[[θυγάτηρ]]] Πινδ. Ο. 7. 81, ἔνθα ἴδε Böckh (44), πρβλ Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 128· ― ὡς ἐπίθετ. προμᾱθεὺς ἀρχή, κυβέρνησις προνοητικὴ (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει προμᾱθίς), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 700. ― Πρβλ. Ἐπιμηθεύς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Prométhée, fils de Japet, frère d’Épiméthée, père de Deucalion.
Étymologie: προμηθεύς.

Greek Monotonic

Προμηθεύς: -έως, Ιων. -έος, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς,
I. ο Προμηθέας, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Θέμιδας, επινοητής πολλών τεχνών· λέγεται ότι έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και του προσέφερε το ἔντεχνον πῦρ, αφού το έκλεψε από τον Όλυμπο· απ' όπου επίσης το όνομά του (από το προμηθής), αντίθ. προς τον απερίσκεπτο αδελφό του Επιμηθέα (Ἐπιμηθεύςπρονοητικός, προσεκτικός, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως προσηγορικό, προνοητικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Προμηθεύς: дор. Προμᾱθεύς, έως, ион. έος ὁ Прометей (сын титана Иапета и Климены Hes. или Фемиды Aesch., брат Эпиметея, отец Девкалиона, вылепивший человека из глины и ожививший его похищенным с неба огнем, создатель важнейших искусств и ремесел, защитник человеческого рода от тираннического произвола Зевса и за это прикованный к Кавказской скале, где коршун терзал его постоянно отраставшую печень) Hes., Aesch., Arst. etc.

Middle Liddell

Προμηθεύς, έως,
I. Prometheus, son of the Titan Iapetus and Themis, inventor of many arts: he is said to have made man from clay, and to have furnished him with the ἔντεχνον πῦρ stolen from Olympus: hence also his name (from προμηθήσ), opp. to his careless brother Ἐπιμηθεύς, — forethought and afterthought, Hes., Aesch., etc.
II. as appellat. forethought, Aesch.