Σπάρτη
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
Dor. Σπάρτα, ἡ, Sparta in Laconia, Il.2.582, etc.:—hence Advbs., Σπάρτηθεν, A from Sparta, Od.2.327; Σπάρτηνδε, to Sparta, 1.285:—Σπαρτιάτης [ᾱ], ου, ὁ, a Spartan, E.Or.457, Th.1.128, etc.; Ion. Σπαρτι-ήτης, εω, Hdt.1.65:—fem. Σπαρτι-ᾶτις, ιδος, ἡ, a Spartan woman, E. Andr.596, etc.; also (sc. χώρα) Laconia, Plu.2.219f; also as Adj., Σ. γυνή, χθών, E.Hel.115, Or.537, etc.; also Σπαρτιάς, άδος, St. Byz.:—Adj. Σπαρτιᾱτικός, ή, όν, Spartan, Paus.6.4.10, Luc.Salt. 46, etc.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Sparte, capitale de la Laconie.
Étymologie: DELG étym. obscure, pê σπάρτη, σπάρτος, ou substrat.
English (Autenrieth)
Sparta, the principal city of Laconia, residence of Menelāus and Helen. Epith., εὐρεῖα, καλλιγύναιξ, Od. 11.460, Od. 13.412, Il. 2.582, Il. 4.52, Od. 1.93, Od. 2.214, 3.—Σπάρτηθεν, from Sparta, Od. 2.327, Od. 4.10 .—Σπάρτηνδε, to Sparta, Od. 1.285.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σπάρτα Α
πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Λακωνίας, πρωτεύουσα, στην αρχαιότητα, της επικράτειας τών Λακεδαιμονίων, η οποία ονομαζόταν και Λακεδαίμων ή Λακωνική ή Λακεδαιμονία ή Λάκαινα ή Λακωνίς ή Σπαρτιάτις, η δεύτερη, μαζί με την Αθήνα, ονομαστή πόλη - κράτος της ελληνικής αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. Σπάρτη πρέπει να συνδεθεί με το ρ. σπείρω ή με τις λ. σπάρτη «σχοινί», σπάρτος / σπάρτον, και να θεωρηθεί ως όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Οι λ. Σπάρτη, Σπαρτιάτης διατηρούν τον χαρακτήρα του τοπωνυμίου και διακρίνονται από τους τ. Λακεδαίμων, Λακεδαιμόνιος, οι οποίοι έχουν, περισσότερο, πολιτική χροιά και αναφέρονται στο κράτος, στο πολίτευμα της Σπάρτης και στους Σπαρτιάτες ως πολίτες].
Greek Monotonic
Σπάρτη: Δωρ. Σπάρτα, ἡ, η πόλη της Πελοποννήσου Σπάρτη, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, επιρρήματα, Σπάρτηθεν, από τη Σπάρτη, σε Ομήρ. Οδ.· Σπάρτηνδε, προς τη Σπάρτη, στο ίδ.· Σπαρτιάτης [ᾱ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε ή κατάγεται από τη Σπάρτη, σε Ευρ., Θουκ.· Ιων. -ήτης, -εω, σε Ηρόδ.· θηλ. -ᾶτις, -ιδος (ενν. γυνή), η Σπαρτιάτισσα γυναίκα, σε Ευρ. κ.λπ.· (ενν. χώρα), η Λακωνία, σε Πλούτ.· επίσης, ως επίθ., Σπαρτιᾶτις γυνή, χθών, γῆ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Σπάρτη: дор. Σπάρτᾱ, тж. Λακεδαίμων, ονος ἡ Спарта или Лакедемон (главный город Лаконии) Hom. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: capital of Laconia (Δ 52).
Other forms: Dor. -τα
Derivatives: Σπαρτ-ιάτης, f. -ιᾶτις, Ion. -ιήτης, -ιῆτις Spartan (m\/f) (IA), after οἰκιή-της, πολι-ήτης (Schwyzer 500 w. lit.), with -ιατικός, -ιητικός (Hdt. etc.; Fraenkel Nom. ag. 1, 209, Chantraine Études 122).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Appellative meaning unknown; so without etymology. On the attempts to connect the word as IE with σπείρω or σπάρτη or the plantname σπάρτος, s. Bölte P.-W. II : 3, 1272f. For Pre-Greek origin Heubeck Beitr. zur Namenforsch. 1, 280 and Gnomon 21, 203.
Middle Liddell
Σπάρτη, δοριξ Σπάρτα, ἡ,
Sparta, Hom., etc.
Frisk Etymology German
Σπάρτη: (seit Δ 52),
{Spártē}
Forms: dor. -τα
Grammar: f.
Meaning: Hauptstadt von Lakonien.
Derivative: Davon Σπαρτιάτης, f. -ιᾶτις, ion. -ιήτης, -ιῆτις ‘Spartaner(in)’ (ion. att.), nach οἰκιήτης, πολιήτης (Schwyzer 500 m. Lit.), mit -ιατικός, -ιητικός (Hdt. usw.; Fraenkel Nom. ag. 1, 209, Chantraine Études 122).
Etymology : Appellativische Bed. unbekannt; mithin ohne Etymologie. Über die verschiedenen Versuche, das Wort als idg. mit σπείρω oder σπάρτη oder dem Pfl.-namen σπάρτος zu verbinden, s. Bölte P.-W. II : 3, 1272f. Für vorgr. Ursprung Heubeck Beitr. zur Namenforsch. 1, 280 und Gnomon 21, 203.
Page 2,758