γενετή
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ, A = γενεά 11.3, ἐκ γενετῆς from the hour of birth, Il.24.535, Od.18.6; εὐθὺς ἐκ γ. Arist.EN1144b6; opp. δι' ἔθος, ib.1154a33; later ἀπὸ γενετῆς Iamb.VP30.171.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Geburt; Hom. zweimal, ἐκ γενετῆς Versanfang, Odyss. 18, 6 Iliad. 24, 535, var. lect. ἐκ γενεῆς, Scholl. Didym. Odyss. 18, 6 ἐκ γενετῆς: ἐκ γε νεῆς, διχῶς, d. h. Aristarch las hier in der einen seiner beiden Ausgaben ἐκ γενετῆς, in der anderen ἐκ γενεῆς; – bei Her. steht jetzt 8, 23 ἐκ γενεῆς; Arist. Eth. 6, 13 u. öfter; Pol. 3, 20, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενετή: ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ ἔθος, αὐτόθι 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
seul. dans la locut. ἐκ γενετῆςIL, OD dès la naissance.
Étymologie: γίγνομαι.
English (Autenrieth)
ῆς: birth; ἐκ γενετῆς, ‘from the hour of birth,’ Od. 18.6.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
nacimiento ἐκ γενετῆς desde el nacimiento, desde la cuna, Il.24.535, Od.18.6, Hp.Epid.2.3.18, Nat.Puer.20, Arist.EN 1144b6, Plb.3.20.4, LXX Le.25.47, I.AI 8.157, Paus.4.12.10, S.E.M.11.238, Vett.Val.280.6, Philostr.Ep.12, op. δι' ἔθος Arist.EN 1154a33, ἀπὸ γενετῆς Iambl.VP 171.
English (Strong)
feminine of a presumed derivative of the base of γενεά; birth: birth.
English (Thayer)
γενετῆς, ἡ (ΓΑΝΩ, γίνομαι) (cf. German die Gewordenheit), birth; hence, very often ἐκ γενετῆς from birth on (Homer, Iliad 24,535; Aristotle, eth. Nic. 6,13, 1, p. 1144b, 6 etc.; Polybius 3,20, 4; Diodorus 5,32, others; the Sept. John 9:1.
Greek Monolingual
η (AM γενετή)
(επίρρ. φρ.) «έκ γενετής» — από τη στιγμή της γέννησης κάποιου, από γεννησιμιού του
αρχ.-μσν.
η στιγμή της γέννησης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τή
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].
Greek Monotonic
γενετή: ἡ = γενεά II. 3· ἐκ γενετῆς, από την ώρα της γέννησης, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
γενετή: ἡ рождение, только в выраж.: ἐκ γενετῆς Hom., Arst., Polyb., Plut. с (самого) рождения.
Middle Liddell
= γενεά II. 3]
ἐκ γενετῆς from the hour of birth, Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενετή -ῆς, ἡ [~ γενεά alleen in vaste verbinding: ἐκ\n γενετῆς\n vanaf de geboorte; bij de geboorte :. τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ ἐκ γενετῆς want die (naam) had zijn moeder hem bij de geboorte gegeven Od. 18.6.
Chinese
原文音譯:genetº 給尼帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:成為(的)
字義溯源:出生,生來,生;源自(γενεά)=族系);而 (γενεά)出自(γένος)=親戚), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)。同源字: (γένος)親戚。同義字: (γέννησις)誕生
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 生(1) 約9:1