διεκβολή
English (LSJ)
ἡ, A mountain-pass, in pl., Plb.1.75.4, 3.40.1: sg., D.S.17.68. II estuary, Str. 9.5.22. III way out of a city, J.AJ15.7.10 (pl.). IV traversing, Onos.7.1; passing through, of needle, Heliod. ap. Orib.44.14.14. V acknowledgement of payment received by a bank, PTeb.389.3 (ii A. D.), BGU445.8 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Durchgang, Pol. 3, 40, 1, öfter; D. Sic. 17, 68, = δίοδος.
Greek (Liddell-Scott)
διεκβολή: ἡ, στενὸν πέρασμα μεταξὺ ὀρέων, κατὰ πληθ., Πολύβ. 1. 75, 4., 3. 40, 1.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. διεγβ- AfP 5.1909.392 (II d.C.)
I concr.
1 paso a través, desfiladero τῶν Πυρηναίων ὀρῶν Plb.3.40.1, cf. 1.75.4, D.S.17.68, LXX Ie.12.12, Hsch.
•salida de un río a través de un desfiladero, Str.9.5.22
•manantial, nacimiento de un río, LXX Ez.47.11, Origenes Io.10.32, Epiph.Const.Haer.4.1.12.
2 salida de una ciudad, I.AI 15.264, LXX Ez.48.30.
II abstr.
1 acción de atravesar o hacer pasar, paso de un hilo por una incisión, en cirug., Antyll. en Orib.45.24.8, Orib.44.10.14, Paul.Aeg.6.37.3, de enemigos κωλύειν τὴν διεκβολήν impedir que pasen Onas.7.1.
2 fig. salida, interpretación τοῦ λόγου de las parábolas, Cyr.Al.Luc.1.197.
III pago bancario, y tb. documento que lo acredita κατὰ διεγβολὴν τῆς Σα[β] είνου τραπ(έζης) PTeb.389.3 (II d.C.), ἀντίγραφον διεκβολῆς διὰ τῆς Σαπαπίωνος τραπ(έζης) SB 13239.1 (II d.C.), cf. 7465 (I d.C.), PRyl.174.12 (II d.C.), SB 9216.10 (III d.C.).
Greek Monolingual
η (AM διεκβολή) διεκβάλλω
νεοελλ.
πέρασμα, δίοδος
αρχ.
1. διάβαση μέσα από μια περιοχή
2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς
3. στόμιο, εκβολή
4. έξοδος πόλης
5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής
6. πηγή ποταμού
7. μτφ. αρχή, πηγή
8. παραπόταμος
9. κλαδί αμπελιού
10. λόγος παρέμβλητος σε διήγηση.
Russian (Dvoretsky)
διεκβολή: ἡ горный проход, теснина Polyb., Diod.