θυρωρός

From LSJ
Revision as of 21:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρωρός Medium diacritics: θυρωρός Low diacritics: θυρωρός Capitals: ΘΥΡΩΡΟΣ
Transliteration A: thyrōrós Transliteration B: thyrōros Transliteration C: thyroros Beta Code: qurwro/s

English (LSJ)

Cypr. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—   A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.

English (Strong)

from θύρα and ouros (a watcher); a gate- warden: that kept the door, porter.

English (Thayer)

θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε-ωρός, πυλ-ωρός].

Greek Monotonic

θῠρωρός: Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωρός: эп. θῠραωρός ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.

Frisk Etymological English

Meaning: door-waiter
See also: s. θύρα and ὁράω.

Middle Liddell

θῠρ-ωρός, ὁ, [ὤρα or οὖρος
a door-keeper, porter, Lat. janitor, Hdt., attic

Frisk Etymology German

θυρωρός: {thurōrós}
Meaning: Türhüter
See also: s. θύρα und ὁράω.
Page 1,697

Chinese

原文音譯:qurwrÒj 替而-哦羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:門-看見(者)
字義溯源:看門的;由(θύρα)*=門)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(4);可(1);約(3)
譯字彙編
1) 看門的(3) 可13:34; 約10:3; 約18:16;
2) 看門(1) 約18:17

English (Woodhouse)

porter, warder

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)