κεγχρίτης

From LSJ
Revision as of 09:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίτης Medium diacritics: κεγχρίτης Low diacritics: κεγχρίτης Capitals: ΚΕΓΧΡΙΤΗΣ
Transliteration A: kenchrítēs Transliteration B: kenchritēs Transliteration C: kegchritis Beta Code: kegxri/ths

English (LSJ)

Aët.13.27:
κεγχρίτης [ῑ], ου, ὁ,    A like millet,    1 = κεγχρίας 11 (q.v.).    2 a kind of stone, Plin.HN37.188.    3 a bird, Dionys.Av.3.23.    II fem. κεγχρῖτις, ἡ κεγχρῖτις ἰσχάς a dried fig (from its number of grains), AP6.231 (Phil.).    2 a fabulous plant, Ps.-Plu.Fluv.19.2.

German (Pape)

[Seite 1410] λίθος, ὁ, ein Stein mit hirseähnlichen Körnern, Plin. H. N. 37, 11, 73.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίτης: ῑ, ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κέγχρον, 1. = κεγχρίας ΙΙ, ὃ ἴδε. 2) εἶδος λίθου, οὕτινος τιβομένου οἱ κόκκοι ὁμοιάζουσι πρὸς κέγχρον, Πλίν. 37. 73. ΙΙ. θηλ. κεγχρῖτις ἰσχάς, ξηρὸν σῦκον (ἐκ τοῦ πλήθους τῶν ἐν αὐτῷ σπόρων), Ἀνθ. Π. 6. 231.

Greek Monolingual

κεγχρίτης, ὁ, θηλ. κεγχρῑτις, -ίτιδος (Α)
1. όμοιος με σπόρο κεχριού
2. το φίδι κεγχρίας
3. το πτηνό κεγχρίς
4. ονομασία λίθου, του οποίου οι κόκκοι έμοιαζαν με κεχρί κατά την τριβή
5. φρ. «κεγχρῑτις ἰσχάς» — σύκο ξερό με πολλούς σπόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίτης (πρβλ. γαλακτ-ίτης, νεφρ-ίτης)].