μυΐνδα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
παίζειν, A play at χαλκῆ μυῖα, Poll.9.110,113, Hsch.
German (Pape)
[Seite 216] παίζειν, Blinzens spielen, ein Kinderspiel mit verschlossenen Augen, wie unser Blindekuh (vgl. μ υῖα), Poll. 9, 110. 113.
Greek (Liddell-Scott)
μυΐνδα: ἴδε ἐν λ. μυῖα ΙΙ.
Greek Monolingual
μυΐνδα (Α)
επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» — το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτίνδα)
η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»].