μυΐνδα

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυΐνδα Medium diacritics: μυΐνδα Low diacritics: μυΐνδα Capitals: ΜΥΪΝΔΑ
Transliteration A: myḯnda Transliteration B: muinda Transliteration C: myinda Beta Code: mui/+nda

English (LSJ)

παίζειν,    A play at χαλκῆ μυῖα, Poll.9.110,113, Hsch.

German (Pape)

[Seite 216] παίζειν, Blinzens spielen, ein Kinderspiel mit verschlossenen Augen, wie unser Blindekuh (vgl. μ υῖα), Poll. 9, 110. 113.

Greek (Liddell-Scott)

μυΐνδα: ἴδε ἐν λ. μυῖα ΙΙ.

Greek Monolingual

μυΐνδα (Α)
επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» — το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτίνδα)
η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»].