περίτριμμα

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτριμμα Medium diacritics: περίτριμμα Low diacritics: περίτριμμα Capitals: ΠΕΡΙΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: perítrimma Transliteration B: peritrimma Transliteration C: peritrimma Beta Code: peri/trimma

English (LSJ)

ατος, τό,    A anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.Nu.447 ; π. ἀγορᾶς D.18.127 ; π. πραγμάτων Com.Adesp.889.    II Medic., preparation for rubbing in, Crito ap.Gal.12.447.

German (Pape)

[Seite 597] τό, das Abgeriebene, übertr., ein durchtriebener Mensch, bes. ein Sykophant, ränkevoller Rechtsgelehrter, δικῶν, Ar. Nubb. 446, wie Dem. 18, 127 den Aeschines περίτριμμα ἀγορᾶς nennt.

Greek (Liddell-Scott)

περίτριμμα: τό, πρᾶγμα διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ παμπόνηρος, Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. ἐπίτριμμα, ἐπίτριπτος,

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chose usée tout autour ; fig. ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant.
Étymologie: περιτρίβω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ περιτρίβω
1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα της κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ' ἀγορᾱ...», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. χιτινώδες πλαίσιο τών στιγμάτων στα έντομα
αρχ.
σκεύασμα για εντριβή.

Greek Monotonic

περίτριμμα: τό, οτιδήποτε λειαίνεται μέσω της τριβής· μεταφ., περίτριμμα δικῶν, λέγεται για δικηγόρο μικρών υποθέσεων, σε Αριστοφ.· περίτριμμα ἀγορᾶς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

περίτριμμα: ατος τό ирон. тертый малый: π. δικῶν Arph. и π. ἀγορᾶς Dem. опытный крючкотвор, старый кляузник.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτριμμα -ατος, τό [περί, τρίβω] iets dat gesleten is in het gebruik; overdr. van pers. gladjakker:. περίτριμμα δικῶν gladde advocaat Aristoph. Nub. 447; περίτριμμ ’ ἀγορᾶς marktklant Dem. 18.127.

Middle Liddell

περί-τριμμα, ατος, τό,
anything worn smooth by rubbing: metaph., π. δικῶν, of a pettifogger, Ar.; π. ἀγορᾶς Dem.

English (Woodhouse)

sweepings of the gutter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)