συστενάζω

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστενάζω Medium diacritics: συστενάζω Low diacritics: συστενάζω Capitals: ΣΥΣΤΕΝΑΖΩ
Transliteration A: systenázō Transliteration B: systenazō Transliteration C: systenazo Beta Code: sustena/zw

English (LSJ)

   A lament with, φίλοις E.Ion 935: abs., Ep.Rom.8.22.

German (Pape)

[Seite 1044] (s. στενάζω), mitseufzen, mitstöhnen; φίλοις, Eur. Ion 935; in sp. Prosa, wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συστενάζω: στενάζω, θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὡς συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.

French (Bailly abrégé)

gémir avec, τινι.
Étymologie: σύν, στενάζω.

English (Strong)

from σύν and στενάζω; to moan jointly, i.e. (figuratively) experience a common calamity: groan together.

English (Thayer)

(T WH συνστενάζω (cf. σύν, II. at the end)); to groan together: σύν has the same force as in συνωδίνω, b. (τίνι, with one, Euripides, Ion 935; Test xii. Patr. (test. Isach. § 7), p. 629).

Greek Monolingual

Α στενάζω
στενάζω μαζί, θρηνώ μαζί με άλλους («πᾱσα ἡ κτίσις συστενάζει», ΚΔ).

Greek Monotonic

συστενάζω: στενάζω, αναστενάζω, θρηνώ από κοινού με κάποιον, τινί, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συστενάζω: вместе стонать, сообща вздыхать (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στενάζω en συ-στένω samen (met...) zuchten; met dat.

Middle Liddell


to lament with, τινί Eur.; absol., NTest.

Chinese

原文音譯:susten£zw 需-士帖那索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-狹窄(化)
字義溯源:一同歎息;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(στενάζω)=歎氣)組成,而 (στενάζω)出自(στενός)*=窄)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 一同歎息(1) 羅8:22