ἀκήδεστος

From LSJ
Revision as of 11:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήδεστος Medium diacritics: ἀκήδεστος Low diacritics: ακήδεστος Capitals: ΑΚΗΔΕΣΤΟΣ
Transliteration A: akḗdestos Transliteration B: akēdestos Transliteration C: akidestos Beta Code: a)kh/destos

English (LSJ)

ον,    A uncared for, Il.6.60; esp. unburied, AP7.686 (Pall.); unkempt, κάρηνον Nonn.D.10.272. Adv. -τως without care for others, ruthlessly, Il.22.465, 24.417, cf.AP9.375.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήδεστος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς ἐφρόντισεν, ἄταφος, Ἰλ. Ζ. 60: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., -τως, ἄνευ τῶν προσηκουσῶν τελετῶν τῆς ταφῆς ἢ (ἴσως) ἄνευ φροντίδος περὶ ἄλλων, ἀπερισκέπτως, ἀπανθρώπως, Ἰλ. Χ. 465, Ω. 417, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κήδομαι.

English (Autenrieth)

(κηδέω): uncared-for, i. e. of the dead, ‘unburied,’ Il. 6.60; adv. ἀκηδέστως, pitilessly.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.10.272]
I 1que no recibe cuidados esp. de un cadáver al que no se le han rendido los honores fúnebres sin duelo, Il.6.60, ἀκήδεστον γαίῃ ἔνι τόνδε λιπόντες A.R.2.151, cf. AP 7.686 (Pall.).
2 descuidado, desaliñado πρόσωπον Nonn.D.42.85, κάρηνον Nonn.D.10.272.
II que no se preocupa, indiferente, triste σιωπή Nonn.D.12.120.
III adv. -ως
1 sin compasión, de forma implacable a un cadáver ἕλκειν Il.22.465, 24.417.
2 sin cuidado, sin comedimiento πῖνεν Q.S.13.6, cf. AP 9.375, οὐ ἀ. Orac.Sib.5.403.

Greek Monolingual

ἀκήδεστος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε
2. άθαφτος
3. επίρρ. ἀκηδέστως
χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < - + κῆδος
κατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].

Greek Monotonic

ἀκήδεστος: -ον (κηδέω), αφρόντιστος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -τως, χωρίς τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) χωρίς ενδιαφέρον, μέριμνα, έγνοια για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκήδεστος: оставленный без погребения, брошенный (sc. Τρῶες Hom.; θανών Anth.).

Middle Liddell

κηδέω
uncared for, unburied, Il.: adv., -τως, without due rites of burial, or (perh.) without care for others, recklessly, remorselessly, Il.