ἔντοσθε

From LSJ
Revision as of 22:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντοσθε Medium diacritics: ἔντοσθε Low diacritics: έντοσθε Capitals: ΕΝΤΟΣΘΕ
Transliteration A: éntosthe Transliteration B: entosthe Transliteration C: entosthe Beta Code: e)/ntosqe

English (LSJ)

and ἔντοσθεν (the latter both before vowels, as Il.12.455, al., and before consonants, as ib.296, al.), Adv.    A from within, Od.2.424; also, = ἐντός, abs., Il.22.237: c. gen., ἔντοσθε χαράδρης 4.454, etc.; after its case, δόμων ἔ. Od.1.380: never in Att. or Trag., unless read metri gr. for ἔνδοθεν in A.Pers.991 (lyr.): rare in Prose, Hp. Medic.11, D.S.1.35, Luc.VH1.24.—The form ἔντοθεν, mentioned in Sch.D.T.p.278 H., An.Ox.1.178, is sts. found in codd., as Luc.Vit. Auct.26, and is conjectured in Od.9.239, 338.

German (Pape)

[Seite 857] u. vor Vocalen ἔντοσθεν, dasselbe; ἄλλοι δ' ἔντοσθε μένουσι Il. 22, 237; κοίλης ἔντοσθε χαράδρης 4, 454; a. D.; auch in sp. Prosa, wie D. Sic. 1, 35; τῶν δ' ἔντοσθεν οὐδὲν ἐδώδιμον Luc. V. H. 1, 24. – Bei B. A. 945, 27 ist auch ἔντοθεν aufgeführt.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντοσθε: καὶ πρὸ φωνήεντος (ἢ ὅπως ἡ τελευταία συλλαβὴ καταστῇ μακρά, ὡς ἐν Ὀδ. Χ. 172) ἔντοσθεν, Ἐπίρρ. = ἐντός, ἀπολύτως, ἄλλοι δ’ ἔντοσθε μένουσι Ἰλ. Χ. 237· ἢ μετὰ γεν. ἔντοσθε χαράδρης Ἰλ. Δ. 454· ἔντοσθε μεσόδμης Ὀδ. Β. 424· ὡσαύτως μετὰ τὴν συντακτικὴν πτῶσιν: δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε Ὀδ. Α. 380, Β. 145· οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν γένηται δεκτὸν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 992 (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ ἔνδοθεν, βοᾷ βοᾷ μοι μελέων ἔντοσθεν ἦτορ· - ἀλλ’ ἐνίοτε παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς παρὰ Διοδ. 1. 35, καὶ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 24. Ὁ τύπος ἔντοθεν, μνημονευόμενος ἐν Α. Β. 945. 27 καὶ ἐν Κραμήρου Ἀν. Ὀξ. 1. 178 εὕρηται ἐνίοτε ἐν ἀντιγράφ., ὡς π.χ. ἐν Λουκ. Βίων Πρ. 26, κλ.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
de l’intérieur ; simpl. à l’intérieur ; avec un gén. à l’intérieur de.
Étymologie: ἐντός, -θε.

Greek Monotonic

ἔντοσθε: πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ., από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης ἐντός, εντός, μέσα σε, απόλ. ή με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντοσθε: (ν) Hom., Hes., Diod., Luc. = ἐντός I, 1 и II, 1.

Middle Liddell


from within, Od.: —also = ἐντός, within, absol. or c. gen., Il.