άλογος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλογος, -ον)
1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός
2. αυτός που στερείται λογικής
3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος
4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν)
αρχ.
1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση
2. αυτός που δεν μπορεί να εκτεθεί, να περιγραφεί με τον λόγο, ανέκφραστος, απερίγραπτος
3. αυτός που δεν τον υπολόγιζε κανείς, αναπάντεχος, απροσδόκητος
4. αυτός που δεν τον λαμβάνει κανείς υπ' όψιν, ασήμαντος, αμελητέος
5. (για μεγέθη) αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί
6. ενστικτώδης
7. ακατανόητος, ανεξήγητος
8. ο ακατάλληλος, ο ανάρμοστος
9. αστήριχτος, αβάσιμος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άλογα (ενν. ζώα)
ζώα, θηρία
11. φρ. «άλογος ημέρα» — ημέρα αργίας, κατά την οποία καμία εργασία δεν γίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λόγος.
ΠΑΡ. ἀλογεύομαι, ἀλογία
αρχ.
ἀλογοῦμαι, ἀλογῶ, ἀλογώδης
μσν.
ἀλογίζομαι
(μσν. νεοελλ.) το άλογον].