διαφερόντως

From LSJ
Revision as of 00:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφερόντως Medium diacritics: διαφερόντως Low diacritics: διαφερόντως Capitals: ΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΣ
Transliteration A: diapheróntōs Transliteration B: diapherontōs Transliteration C: diaferontos Beta Code: diafero/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. Act. of διαφέρω, A differently from, δ. ἤ .., Lys.31.20, Pl.R.538b, Phd.85b. 2 c. gen., δ. τῶν ἄλλων above all others, Id.Cri.52b; πάντων δ. προθυμότατος Th.8.68. II abs., differently, in different ways or degrees, Arist.EN1098a29, Pol. 1260a11, Hierocl. in CA7p.430M. 2 especially, pre-eminently, Th.1.38, etc.; δ. ἧττον πολύ Pl.Lg.862d.

German (Pape)

[Seite 610] verschieden, auf andere Weise als –; δ. ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Plat. Phaed. 85 b; δ. ἔχει ἤ Rep. V, 455 c; vgl. Xen. Mem. 3, 8, 5; auf eine ganz ausgezeichnete Weise, vorzüglich; δ. ἀδικούμενοι Thuc. 1, 38; besonders, am häufigsten vor adject.; δ. εὐδαίμων Plat. Rep. IV 420 b; δ. ἧττον, weit weniger, Lgg. IX, 862 c, u. öfter; δ. σώφρων Arist. Nic. 10, 2, 1; – δ. τῶν ἄλλων, vor allen Uebrigen, z. B. ἀρέσκει Plat. Crit. 53 a.

Greek (Liddell-Scott)

διαφερόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστῶτος τοῦ διαφέρω, διαφόρως ἀπό…, ἀσυμφώνως πρὸς…, διαφερόντως ἢ…, Λυσ. 188. 35, Πλάτ. Πολ. 538Β, Φαίδωνι 85Β. 2) μετὰ γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 52Β, κτλ. ΙΙ. ἀπολ., διαφόρως, κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμούς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19, Πολ. 1. 13, 7, κτλ. 2) ἰδίως, ἐξόχως, πρὸ πάντων, ὑπερβολικῶς, Θουκ. 1. 38, κτλ.· δ. ἦττον Πλάτ. Νόμ. 862D.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 différemment, autrement : διαφερόντως ἤ autrement que, différemment de;
2 à un degré différent ; abs. avant tout, surtout, particulièrement.
Étym. part. prés. de διαφέρω.

Spanish (DGE)

adv.
I 1de diferente manera καὶ γὰρ τέκτων καὶ γεωμέτρης δ. ἐπιζητοῦσι τὴν ὀρθήν pues también el carpintero y el geómetra buscan el ángulo recto de diferente manera Arist.EN 1098a29, πᾶσιν ἐνυπάρχει μὲν τὰ μόρια τῆς ψυχῆς, ἀλλ' ἐνυπάρχει δ. Arist.Pol.1260a11, τὸν δὲ ἀγαθὸν (ἄνθρωπον) δ. ἀσπάζεται Hierocl.in CA 7.11.
2 seguido de ἤ de forma diferente ... que τέρπονται ἐκείνην τὴν ἡμέραν δ. ἢ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ Pl.Phd.85b, cf. R.538b, ὑμᾶς δ. δεῖ γιγνώσκειν περὶ αὐτοῦ ἢ <οἱ> οἰκεῖοι γιγνώσκουσι Lys.31.20, οὐδὲν δ. ... ἀποκρίνῃ μοι ἤ ... X.Mem.3.8.5, δ. ἥδεσθαι τοὺς πλουσίους ἢ τοὺς πένητας D.L.2.94
reforzando un compar. mucho, con mucho, con mucha diferencia δ. τι ... μᾶλλον ἑτέρου ἄξιος θαυμάσαι de alguna manera mucho más digno de admirar que otro Th.1.138, ἢ μηδέποτε ... ἢ δ. ἧττον πολύ o nunca más ... o mucho menos a menudo Pl.Lg.862d, μηδὲν δ. μηδὲ ἧττον ni más ni menos Pl.Lg.780a, ἐβούλετό με καὶ φίλον ἡγεῖσθαι δ. μᾶλλον ἢ' κεῖνον quería que yo lo considerase mucho más amigo que a aquél Pl.Ep.330a.
3 de manera contraria c. dat. τῇ νεαρᾷ διατάξει POxy.136.38 (VI d.C.).
II enfát.
1 especialmente, de manera excepcional, sobre todo δ. τι ἀδικούμενοι Th.1.38, cf. Luc.Phal.1.10, δ. γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν Th.2.40, δ. ἐπαινεῖν Isoc.15.112, οὐδὲν δ. Isoc.6.24, πρᾷον αὖ εἶναι δ. Pl.Tht.144a, cf. Thphr.HP 4.8.14, 8.2.8, φύσιν ... τῆς ψυχῆς ... φιλόσοφον δεῖν εἶναι δ. Pl.Ti.18a, πάντα εὐνομωτάτη (πόλις) δ. Pl.Ti.23c, δ. ἀγαπῶ ὅτι ... Aeschin.2.5, ταῦτ' ἤδη δ. ἄξιόν ἐστιν ἀκοῦσαι Aeschin.3.79, ἐνταῦθα δὲ δ. Str.3.2.7, δ. δὲ χαίρων I.AI 1.8, cf. 10.158, 12.83, 20.199, τὴν Ἀσπασίαν ... ἔστερξε δ. Plu.Per.24, φιλαδέλφους καὶ φιλομήτορας δ. ἄνδρας de Cleobis y Bitón, Plu.Sol.27, πανηγύρεις ... ἐπιτελοῦνται, δ. δὲ ἐν [τῇ] ἡμετέρᾳ πόλει se celebran juegos, especialmente en nuestra ciudad, IEphesos 24B.21 (II d.C.), δ. ἐπὶ τῶν ... διακονισσῶν especialmente en lo que compete a las diaconisas Iust.Nou.6.6, cf. Cod.Iust.1.2.24 proem.
2 c. gen. por encima de μηδὲν δ. τῶν ἄλλων ... τετιμῆσθαι Th.3.39, παρέσχε ... ὁ Φρύνιχος ἑαυτὸν πάντων δ. προθυμότατον ἐς τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.68, εἷς ... δ. ... τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Pl.Prt.328b, cf. Cri.52b, Isoc.12.138, πολὺ δὲ τῶν ἄλλων δ. Φιλοκράτης καὶ Δημοσθένης Aeschin.3.80, προσηγόρευον ... ἤπειρον δ. αὐτὴν (τὴν Ἀσίαν) τῶν τριῶν Aristid.Or.21.7
tb. c. ὑπέρ y ac. παιδείαν ... ἣν ὑπὲρ ἅπαντας ὅσοις ἐγὼ ἐνέτυχον πεπαίδευσαι Phryn.proem.p.60.

Greek Monotonic

διαφερόντως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του διαφέρω
I. διαφορετικά από, σε διαφωνία με, διαφερόντως ἤ..., σε Πλάτ.· με γεν., διαφερόντως τῶν ἄλλων, πάνω από όλους τους άλλους, στον ίδ.
II. απόλ., κατεξοχήν, ειδικά, προ πάντων, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

διαφερόντως:
1) иначе, по-иному (δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.);
2) выше, больше (τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.);
3) в высшей степени, чрезвычайно (ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.).

Middle Liddell

adverbpart. pres. act. of διαφέρω,]
I. differently from, at odds with, διαφερόντως ἤ… , Plat.; c. gen., διαφερόντως τῶν ἄλλων above all others, Plat.
II. absol. eminently, especially, Thuc., etc.

English (Woodhouse)

differently, especially, exceedingly, extremely, importantly, in an important degree, preeminently

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search