διαχάσκω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
aor. 2 -έχᾰνον: pf. -κέχηνα:—A gape, yawn, Ar.Eq.533, Thphr.HP3.9.1, Plu.2.976b, 980b; ἀμφί, πρός τι, Agath.2.32, 5.3.
German (Pape)
[Seite 613] = διαχαίνω; Ar. Equ. 533; von Früchten, aufspringen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάσκω: παλαιότερος τύπος τοῦ διαχαίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χάσκω.
Spanish (DGE)
1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.
2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.
Greek Monolingual
διαχάσκω (AM)
1. διαχαίνω
2. (για σύκα) σκάζω.
Greek Monotonic
διαχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω, χασμουριέμαι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαχάσκω: досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.).