εὐαρμοστία
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἡ, A happy adaptation, suitableness, μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Def.411e, cf. Ph.2.79, etc. II of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), Pl.R.400d, Prt. 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.Pomp.1; of political concord, κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, gute Verbindung, das Übereinstimmen, die Angemessenheit, καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; τρόπων Dem. 61, 19; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Aeußerlichkeiten überreden, Isocr. 15, 189; Sp, z. B. Plut. Pomp. 1, εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρμοστία: ἡ, ἡ καλὴ ἁρμογή, μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, αλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν Ἰσοκρ. π. Ἀντίδ. § 203· εὐ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς Def. Πλάτ. 411Ε. ΙΙ. ἐπὶ διαθέσεων καὶ τρόπων τῶν ἀνθρώπων, καταλληλότης, Πλάτ. Πολ. 400D, Πρωτ. 326Β· εὐαρ. τρόπων Δημ. 1407. 5· εὐαρ. πρὸς ἔντευξιν Πλουτ. Συγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureux accord, juste proportion, harmonie : εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.
Étymologie: εὐάρμοστος.
Greek Monolingual
εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) ευάρμοστος
η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος
μσν.
η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη
αρχ.
1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα
β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν» — φιλοφροσύνη
3. (για πολιτική συμφωνία) σύμβαση.
Greek Monotonic
εὐαρμοστία: ἡ, επιτηδειότητα στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὐαρμοστία: ἡ соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ ἀνάμιξις πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.
Middle Liddell
εὐαρμοστία, ἡ,
easiness of temper, Plat., Dem.