κάρτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2), A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.
English (Autenrieth)
see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.
Greek Monolingual
κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.
Greek Monotonic
κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
Middle Liddell
κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.