κατερητύω

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερητύω Medium diacritics: κατερητύω Low diacritics: κατερητύω Capitals: ΚΑΤΕΡΗΤΥΩ
Transliteration A: katerētýō Transliteration B: katerētyō Transliteration C: katerityo Beta Code: katerhtu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ] S.Ph.1416 (anap.):—A hold back, detain, κατερήτυον ἐν μεγάροισι Il.9.465, Od.9.31; φωνῇ… κατερήτυε 19.545; κατερητύσων ὁδόν S.l.c.; κ. αὐδήν, θυμόν, Orph.A.1170, 1177.

German (Pape)

[Seite 1397] fest-, zurückhalten; Il. 9, 465 Od. 9, 33; Soph. Phil. 1402 κατερητύσων ὁδόν, verhindern; θυμόν Orph. Arg. 1175.

Greek (Liddell-Scott)

κατερητύω: μέλλ. -ύσω ῡ·- κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, λισσόμενοι κατερήτυον ἐν μεγάροισι Ἰλ. Ι. 465, Ὀδ. Ι. 31· φωνῇ… κατερήτυε Τ. 545· κατερητύσων ὁδὸν ἣν στέλλει Σοφ. Φιλ. 1416· κ. αὐδήν, θυμὸν Ὀρφ. Ἀργ. 1175, 1182, πρβλ. ἐρύκω καὶ κατερύκω.

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: κατά, ἐρητύω.

English (Autenrieth)

hold back, restrain.

Greek Monolingual

κατερητύω (Α)
κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ' ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

κατερητύω: μέλ. -ύσω [ῡ], κρατώ πίσω, αναχαιτίζω, σε Όμηρ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατερητύω: удерживать (ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.); останавливать: φωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. он голосом остановил (меня), т. е. обратился ко мне и сказал; ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερητύω tegenhouden; overdr. kalmeren:. φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε en met menselijke stem stelde (de vogel) mij gerust Od. 19.545.

Middle Liddell

fut. ύσω
to hold back, Hom., Soph.