κεδρία
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A oil of κεδρελάτη, Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα)].
Greek Monotonic
κεδρία: Ιων. -ίη, ἡ, ρητίνη από κέδρο ή λάδι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κεδρία: ион. κεδρίη ἡ кедровая смола Her., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεδρία -ας, ἡ, Ion. κεδρίη [κέδρος] cederhars.